προσθετικός: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosthetikos | |Transliteration C=prosthetikos | ||
|Beta Code=prosqetiko/s | |Beta Code=prosqetiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">adding: repletive</b>, opp. | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">adding: repletive</b>, opp. [[ἀφαιρετικός]], Herod.Med. ap. <span class="bibl">Orib.7.8.2</span>; [[giving additional power]], [[furthering]], δύναμις π. εἰς τὸ τίκτειν Porph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>3.11</span>; [[nutritive]], βοηθήματα Gal.14.694. Adv. -κῶς, θεραπεύειν Herod.Med. ap. <span class="bibl">Aët.5.129</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Astron., [[advancing]], of planets, ἡμικύκλιον Ptol.<span class="title">Alm.</span>13.2, cf. <span class="bibl"><span class="title">Tetr.</span>52</span>, Paul.Al.<span class="title">G.</span>1. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">τροπὴ -ωτέρα</b> [[adding heat to the sun]] (cf. [[πρόσθεσις]] vi), <span class="title">PMag.Leid.W.</span>10.14.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:25, 8 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A adding: repletive, opp. ἀφαιρετικός, Herod.Med. ap. Orib.7.8.2; giving additional power, furthering, δύναμις π. εἰς τὸ τίκτειν Porph. ap. Eus.PE3.11; nutritive, βοηθήματα Gal.14.694. Adv. -κῶς, θεραπεύειν Herod.Med. ap. Aët.5.129. II Astron., advancing, of planets, ἡμικύκλιον Ptol.Alm.13.2, cf. Tetr.52, Paul.Al.G.1. 2 τροπὴ -ωτέρα adding heat to the sun (cf. πρόσθεσις vi), PMag.Leid.W.10.14.
Greek (Liddell-Scott)
προσθετικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ προσθέσῃ, ὁ παρέχων πρόσθετον δύναμιν, Πορφύρ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 113Β, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 166, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προσθετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προστίθημι
ο κατάλληλος για πρόσθεση, αυτός που συντελεί στην πρόσθεση («προσθετική μηχανή»)
νεοελλ.
φρ. α) «προσθετική ομάδα»
(βιοχ.) το μη πρωτεϊνικό τμήμα του μορίου τών ετεροπρωτεϊνών, που αποχωρίζεται με υδρόλυση, χημική ή ενζυμική
β) «προσθετικές εργασίες»
ιατρ. τοποθέτηση τεχνητών δοντιών
αρχ.-μσν.
αυτός που προσδίδει, που παρέχει πρόσθετες δυνατότητες («δύναμις προσθετική εἰς τὸ τίκτειν», Ευσ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στη θρέψη, θρεπτικός («προσθετικά βοηθήματα», Γαλ.)
2. αστρον. (για πλανήτες) προχωρητικός («προσθετικὸν ἡμικύκλιον», Πτολ.)
3. (για τον Ήλιο) εκείνος που παρουσιάζει μεγαλύτερη θερμότητα («τροπὴ προσθετικωτέρα», παπ.).
επίρρ...
προσθετικῶς Α
με τη θρέψη («προσθετικῶς θεραπεύειν», Αέτ.).