ἁλωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alonizo
|Transliteration C=alonizo
|Beta Code=a(lwni/zw
|Beta Code=a(lwni/zw
|Definition=<b class="b3">ἁλωνεύομαι</b>, Hsch.
|Definition=[[ἁλωνεύομαι]], Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:15, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλωνίζω Medium diacritics: ἁλωνίζω Low diacritics: αλωνίζω Capitals: ΑΛΩΝΙΖΩ
Transliteration A: halōnízō Transliteration B: halōnizō Transliteration C: alonizo Beta Code: a(lwni/zw

English (LSJ)

ἁλωνεύομαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 113] VLL., auf der Tenne sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλωνίζω: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ αὐλωνίζω, ὃ ἴδε.

Spanish (DGE)

trillar, Eu.Thom.A 12.2, cf. ἀλωνίζουσα· ἐν ἄλωσι διάγουσα Hsch.

Greek Monolingual

ἁλωνίζω)
αποχωρίζω με τριβή στο αλώνι τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους
νεοελλ.
1. διασκορπίζω εδώ κι εκεί, διώχνω βίαια
2. χτυπώ, δέρνω
3. σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα
4. κάνω άνω-κάτω, ενοχλώ
5. τρέχω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι
6. συμπεριφέρομαι με ανευθυνότητα, κάνω αυθαιρεσίες
μσν.
αλωνεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. αλω-ν-επαυξημένη μορφή της ρίζας αλω- που απαντά και στο ουσ. άλως, ο.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνισιά, αλώνισμα, αλωνισμός, αλωνιστής, αλωνιστικός, αλωνίστρα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοθερίζω].