πηκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=piktikos
|Transliteration C=piktikos
|Beta Code=phktiko/s
|Beta Code=phktiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[freezing]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.1.3</span> : Comp., ib.<span class="bibl">5.14.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[coagulating]], [[curdling]], γάλακτος Dsc.1.128.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[freezing]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.1.3</span> : Comp., ib.<span class="bibl">5.14.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[coagulating]], [[curdling]], γάλακτος Dsc.1.128.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:30, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηκτικός Medium diacritics: πηκτικός Low diacritics: πηκτικός Capitals: ΠΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pēktikós Transliteration B: pēktikos Transliteration C: piktikos Beta Code: phktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A freezing, Thphr.CP6.1.3 : Comp., ib.5.14.3.    2 coagulating, curdling, γάλακτος Dsc.1.128.

German (Pape)

[Seite 609] zum Verdicken, Gerinnen, Gefrierenmachen gehörig, geschickt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πηκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων πῆξιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πηκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πηκτός
1. αυτός που επιφέρει πήξη με πάγωμα, με ψύξη
2. αυτός που προκαλεί πήξη ή που συντελεί στην πήξη, στο πήξιμο
νεοελλ.
1. (βιοχ.) χαρακτηρισμός οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού μοριακού βάρους και συνδέονται με γαλακτάνες οι οποίες σχηματίζουν το κυτταρικό τοίχωμα της σάρκας και του περιβλήματος τών φυτικών σαρκωδών καρπών και με ενυδάτωση δίνουν γέλες
2. φρ. «πηκτικοί παράγοντες» — συστατικά του αίματος, τα οποία, όταν το αίμα διαφεύγει από τα αιμοφόρα αγγεία —και υπό παθολογικές συνθήκες και μέσα στα αγγεία— προκαλούν, δρώντας διαδοχικά, την πήξη του, συστατικά από τα οποία γνωστότερα είναι το ινωδογόνο, η προθρομβίνη και η αντιαιμοφιλική σφαιρίνη.