εὐψυχία: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐψυχία]]) [[[εύψυχος]] Ι]<br />[[ψυχικό]] [[σθένος]], υψηλό [[φρόνημα]], [[ευτολμία]], [[γενναιοψυχία]], [[ανδρεία]], [[αποφασιστικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ψυχική [[αγαθότητα]], αντίθ. του [[κακοψυχία]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐψυχία]]) [[εύψυχος]] Ι<br />[[ψυχικό]] [[σθένος]], υψηλό [[φρόνημα]], [[ευτολμία]], [[γενναιοψυχία]], [[ανδρεία]], [[αποφασιστικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ψυχική [[αγαθότητα]], αντίθ. του [[κακοψυχία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:00, 14 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐψῡχία Medium diacritics: εὐψυχία Low diacritics: ευψυχία Capitals: ΕΥΨΥΧΙΑ
Transliteration A: eupsychía Transliteration B: eupsychia Transliteration C: efpsychia Beta Code: eu)yuxi/a

English (LSJ)

ἡ,    A good courage, high spirit, A.Pers.326, E.Med.403, Th.1.121, etc.; goodness of soul, opp. κακοψυχία, Pl.Lg.791c.

German (Pape)

[Seite 1111] ἡ, der gute Muth, die Tapferkeit; Aesch. Pers. 318; Eur. Suppl. 175 u. öfter; Thuc. 1, 121 u. öfter, wie Folgde; Ggstz κακοψυχία, Plat. Legg. VII, 791 c; neben ἀνδρεία Dem. 61, 24; im plur., Pol. 2, 69, 5.

Greek (Liddell-Scott)

εὐψῡχία: ἡ, καλὸν θάρρος, γενναιότης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 326, Εὐρ. Μήδ. 402, Θουκ. 1. 121, κ. ἀλλ.· ἀντίθετον τῷ κακοψυχία, Πλάτ. Νόμ. 791C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bon courage, courage, assurance.
Étymologie: εὔψυχος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐψυχία) εύψυχος Ι
ψυχικό σθένος, υψηλό φρόνημα, ευτολμία, γενναιοψυχία, ανδρεία, αποφασιστικότητα
αρχ.
ψυχική αγαθότητα, αντίθ. του κακοψυχία.

Greek Monotonic

εὐψῡχία: ἡ, καλό θάρρος, γενναιότητα, υψηλό φρόνημα, ηθικό, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐψῡχία: ἡ тж. pl. душевное спокойствие, бодрость, мужество, решимость Aesch., Eur., Thuc., Plat., Arst., Dem., Polyb., Plut.

Middle Liddell

εὐψῡχία, ἡ,
good courage, high spirit, Aesch., etc. [from εὔψῡχος]

English (Woodhouse)

bravery, courage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)