άγγελος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἄγγελος]])<br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει ειδήσεις, [[αγγελιαφόρος]]<br /><b>2.</b> αόρατο ον, [[πνεύμα]] που διαβιβάζει τις θελήσεις του Θεού στους ανθρώπους<br /><b>3.</b> ο [[φύλακας]] [[άγγελος]] [[κάθε]] ανθρώπου, που τον προστατεύει και τον καθοδηγεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ο όμοιος με άγγελο στην [[εμφάνιση]] ή στα αισθήματα, [[ωραίος]], [[ενάρετος]], [[καλόψυχος]]<br /><b>2.</b> θωπευτική [[προσαγόρευση]]<br /><b>3.</b> ο [[άγγελος]] του θανάτου, ο [[ψυχοπομπός]] [[άγγελος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[βλέπω]] τον άγγελό μου», [[ψυχορραγώ]]<br />«δεν δίνει του αγγέλου του [[νερό]]», για φιλάργυρους<br />Στη Μυκην. η λ. απαντά σε [[πινακίδα]] στην Πύλο και σημαίνει [[επάγγελμα]] ή [[αξίωμα]] (<i>a</i>-<i>ke</i>-<i>ro</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. angiras (όνομα μυθικών όντων, που θεωρούνταν άγγελοι μεσολαβούντες [[μεταξύ]] θεών και ανθρώπων) [[είναι]] αμφίβολη. Πρόκειται [[μάλλον]] για [[δάνειο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγγελία]], [[αγγελικός]], [[αγγέλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγγελούδι]], [[αγγελίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγγελοειδής]], [[αὐτάγγελος]], [[εὐάγγελος]], [[ψευδάγγελος]] κ.ά.<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀγγελόμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγγελοκαμωμένος]], [[αγγελοκρούω]], [[αγγελόψυχος]] κ.ά.].
|mltxt=ο (Α [[ἄγγελος]])<br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει ειδήσεις, [[αγγελιαφόρος]]<br /><b>2.</b> αόρατο ον, [[πνεύμα]] που διαβιβάζει τις θελήσεις του Θεού στους ανθρώπους<br /><b>3.</b> ο [[φύλακας]] [[άγγελος]] [[κάθε]] ανθρώπου, που τον προστατεύει και τον καθοδηγεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ο όμοιος με άγγελο στην [[εμφάνιση]] ή στα αισθήματα, [[ωραίος]], [[ενάρετος]], [[καλόψυχος]]<br /><b>2.</b> θωπευτική [[προσαγόρευση]]<br /><b>3.</b> ο [[άγγελος]] του θανάτου, ο [[ψυχοπομπός]] [[άγγελος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[βλέπω]] τον άγγελό μου», [[ψυχορραγώ]]<br />«δεν δίνει του αγγέλου του [[νερό]]», για φιλάργυρους<br />Στη Μυκην. η λ. απαντά σε [[πινακίδα]] στην Πύλο και σημαίνει [[επάγγελμα]] ή [[αξίωμα]] (<i>a</i>-<i>ke</i>-<i>ro</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. angiras (όνομα μυθικών όντων, που θεωρούνταν άγγελοι μεσολαβούντες [[μεταξύ]] θεών και ανθρώπων) [[είναι]] αμφίβολη. Πρόκειται [[μάλλον]] για [[δάνειο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγγελία]], [[αγγελικός]], [[αγγέλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγγελούδι]], [[αγγελίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγγελοειδής]], [[αὐτάγγελος]], [[εὐάγγελος]], [[ψευδάγγελος]] κ.ά.<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀγγελόμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγγελοκαμωμένος]], [[αγγελοκρούω]], [[αγγελόψυχος]] κ.ά.].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α ἄγγελος)
1. αυτός που φέρνει ειδήσεις, αγγελιαφόρος
2. αόρατο ον, πνεύμα που διαβιβάζει τις θελήσεις του Θεού στους ανθρώπους
3. ο φύλακας άγγελος κάθε ανθρώπου, που τον προστατεύει και τον καθοδηγεί
νεοελλ.
1. μτφ. ο όμοιος με άγγελο στην εμφάνιση ή στα αισθήματα, ωραίος, ενάρετος, καλόψυχος
2. θωπευτική προσαγόρευση
3. ο άγγελος του θανάτου, ο ψυχοπομπός άγγελος
4. φρ. «βλέπω τον άγγελό μου», ψυχορραγώ
«δεν δίνει του αγγέλου του νερό», για φιλάργυρους
Στη Μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα στην Πύλο και σημαίνει επάγγελμα ή αξίωμα (a-ke-ro).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. angiras (όνομα μυθικών όντων, που θεωρούνταν άγγελοι μεσολαβούντες μεταξύ θεών και ανθρώπων) είναι αμφίβολη. Πρόκειται μάλλον για δάνειο.
ΠΑΡ. αγγελία, αγγελικός, αγγέλλω
νεοελλ.
αγγελούδι, αγγελίζω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγγελοειδής, αὐτάγγελος, εὐάγγελος, ψευδάγγελος κ.ά.
μσν.
ἀγγελόμορφος
νεοελλ.
αγγελοκαμωμένος, αγγελοκρούω, αγγελόψυχος κ.ά.].