άλαλκε: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλαλκε]] (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) [[απομακρύνω]] [[απωθώ]]<br /><b>βλ.</b> και [[ἀλέξω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικός και [[ποιητικός]] γενικότερα [[ρηματικός]] τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. <i>ἀλκ</i>- με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας απαντά και στο ρ. [[ἀλέξω]]. Από τον αόρ. β΄ <i>ἤλαλκον</i> ([[ἄλαλκε]]) προήλθε υποχωρητικά ο τ. του μέλλοντα <i>ἀλαλκήσω</i> και ο [[ενεστωτικός]] τ. <i>ἀλἀλκω</i><br />από τη μτχ. δε του ρ. <i>ἀλάλκω</i> προήλθε το όνομα της πόλης <i>Ἀλαλκομεναί</i>, [[καθώς]] και το επίθ. της Αθηνάς <i>Ἀλαλκομένη</i>. Στα ρηματικά παράγωγα της λ. ανήκουν και οι λ. [[ἄλκαρ]] «φυλακτήριο, [[άμυνα]]» και <i>ἀλκτὴρ</i> «αυτός που αποκρούει, απομακρύνει [[κάτι]]». Εξάλλου από την [[ίδια]] ρ. προέρχεται και το όνομα <i>ἀλκὶ</i> (που απαντά μόνο σε [[πτώση]] δοτ. και συγκεκριμένα στην ομηρική [[φράση]] <i>ἀλκὶ πεποιθὼς</i> «έχοντας [[εμπιστοσύνη]] στην [[ανδρεία]] του»), απ’ όπου και το ουσ. [[ἀλκή]]. Τέλος, με τη ρ. <i>ἀλκ</i>- συνδέονται και τα ρήματα [[ἀλκάθω]] «[[υποστηρίζω]]» και [[ἀλκάζω]] «[[εφαρμόζω]] [[δύναμη]]», [[καθώς]] και τα κύρια ονόματα <i>Ἀλκαῖος</i>, <i>Ἀλκμάων</i>, <i>Ἀλκμέων</i>, <i>Ἀλκμάν</i>, <i>Ἀλκμήνη</i>, <i>Ἄλκιμος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>Ἀλαλκομεναί</i>, <i>Ἀλαλκομένη</i>, [[ἄλκαρ]], [[ἀλκτήρ]], [[ἀλκάζω]], [[ἀλκάθω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλαλκτήριον]].
|mltxt=[[ἄλαλκε]] (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) [[απομακρύνω]] [[απωθώ]]<br /><b>βλ.</b> και [[ἀλέξω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Επικός και [[ποιητικός]] γενικότερα [[ρηματικός]] τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. <i>ἀλκ</i>- με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας απαντά και στο ρ. [[ἀλέξω]]. Από τον αόρ. β΄ <i>ἤλαλκον</i> ([[ἄλαλκε]]) προήλθε υποχωρητικά ο τ. του μέλλοντα <i>ἀλαλκήσω</i> και ο [[ενεστωτικός]] τ. <i>ἀλἀλκω</i><br />από τη μτχ. δε του ρ. <i>ἀλάλκω</i> προήλθε το όνομα της πόλης <i>Ἀλαλκομεναί</i>, [[καθώς]] και το επίθ. της Αθηνάς <i>Ἀλαλκομένη</i>. Στα ρηματικά παράγωγα της λ. ανήκουν και οι λ. [[ἄλκαρ]] «φυλακτήριο, [[άμυνα]]» και <i>ἀλκτὴρ</i> «αυτός που αποκρούει, απομακρύνει [[κάτι]]». Εξάλλου από την [[ίδια]] ρ. προέρχεται και το όνομα <i>ἀλκὶ</i> (που απαντά μόνο σε [[πτώση]] δοτ. και συγκεκριμένα στην ομηρική [[φράση]] <i>ἀλκὶ πεποιθὼς</i> «έχοντας [[εμπιστοσύνη]] στην [[ανδρεία]] του»), απ’ όπου και το ουσ. [[ἀλκή]]. Τέλος, με τη ρ. <i>ἀλκ</i>- συνδέονται και τα ρήματα [[ἀλκάθω]] «[[υποστηρίζω]]» και [[ἀλκάζω]] «[[εφαρμόζω]] [[δύναμη]]», [[καθώς]] και τα κύρια ονόματα <i>Ἀλκαῖος</i>, <i>Ἀλκμάων</i>, <i>Ἀλκμέων</i>, <i>Ἀλκμάν</i>, <i>Ἀλκμήνη</i>, <i>Ἄλκιμος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>Ἀλαλκομεναί</i>, <i>Ἀλαλκομένη</i>, [[ἄλκαρ]], [[ἀλκτήρ]], [[ἀλκάζω]], [[ἀλκάθω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλαλκτήριον]].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ
βλ. και ἀλέξω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ- με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα της ίδιας ρίζας απαντά και στο ρ. ἀλέξω. Από τον αόρ. β΄ ἤλαλκον (ἄλαλκε) προήλθε υποχωρητικά ο τ. του μέλλοντα ἀλαλκήσω και ο ενεστωτικός τ. ἀλἀλκω
από τη μτχ. δε του ρ. ἀλάλκω προήλθε το όνομα της πόλης Ἀλαλκομεναί, καθώς και το επίθ. της Αθηνάς Ἀλαλκομένη. Στα ρηματικά παράγωγα της λ. ανήκουν και οι λ. ἄλκαρ «φυλακτήριο, άμυνα» και ἀλκτὴρ «αυτός που αποκρούει, απομακρύνει κάτι». Εξάλλου από την ίδια ρ. προέρχεται και το όνομα ἀλκὶ (που απαντά μόνο σε πτώση δοτ. και συγκεκριμένα στην ομηρική φράση ἀλκὶ πεποιθὼς «έχοντας εμπιστοσύνη στην ανδρεία του»), απ’ όπου και το ουσ. ἀλκή. Τέλος, με τη ρ. ἀλκ- συνδέονται και τα ρήματα ἀλκάθω «υποστηρίζω» και ἀλκάζω «εφαρμόζω δύναμη», καθώς και τα κύρια ονόματα Ἀλκαῖος, Ἀλκμάων, Ἀλκμέων, Ἀλκμάν, Ἀλκμήνη, Ἄλκιμος.
ΠΑΡ. αρχ. Ἀλαλκομεναί, Ἀλαλκομένη, ἄλκαρ, ἀλκτήρ, ἀλκάζω, ἀλκάθω
μσν.
ἀλαλκτήριον.