ἀλκτήρ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἀλκτῆρος, ὁ, one who wards off, protector from a thing, c. gen., ἀρῆς, κυνῶν καὶ ἀνδρῶν, Il.18.100, Od.14.531; νούσων Pi.P.3.7.
Spanish (DGE)
-ῆρος
protector, auxiliador contra c. gen. ἀρῆς Il.14.485, 18.100, Hes.Sc.29, Th.657, ἄρεω ἀλκτῆρες Il.18.213, κυνῶν καὶ ἀνδρῶν Od.14.531, νούσων Pi.P.3.7, λιμοῦ GDRK 60.2.11.
German (Pape)
[Seite 100] ῆρος, ὁ, Abwehrer, Hom. fünfmal, stets an derselben Stelle des Verses, Iliad. 18, 213 αἴ κέν πως σὺν νηυσὶν ἀρῆς ἀλκτῆρες ἵκωνται, nach Didym. Scholl. Aristarch Ἄρεω; 14, 485 τῷ καί κέ τις εὔχεται ἀνὴρ γνωτὸν ἐνὶ μεγάροισιν ἀρῆς ἀλκτῆρα λιπέσθαι, v.l. Ἄρεως; 18, 100 ὁ μὲν μάλα τηλόθι πάτρης ἔφθιτ', ἐμεῖο δὲ δῆσεν ἀρῆς ἀλκτῆρα γενέσθαι, v.l. Ἄρεως, Ἄρεω, Ἄρεος, nach Didym. Scholl. Aristarch Ἄρεω; Od. 14, 531. 21, 340 εἵλετο (δώσω) δ' ὀξὺν ἄκοντα κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν; – Hes. Th. 657 u. öfter; νούσων, Aesculap, Pind. P. 3, 7; sp. D.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui protège contre, gén..
Étymologie: ἀλκή.
Russian (Dvoretsky)
ἀλκτήρ: ῆρος ὁ защитник, оплот: ἀ. τινος Hom., Hes., Pind. защитник от кого(чего)-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκτήρ: ῆρος, ὁ, (ἴδε ἐν λ. ἄλαλκε) ὁ ἀποκρούων, ἀπομακρύνων τι, ὁ προστατεύων τι ἀπό τινος, μετὰ γεν. ἀρῆς, κυνῶν καὶ ἀνδρῶν, Ἰλ. Σ. 100, Ὀδ. Ξ. 531· οὕτω παρ’ Ἠσ. Θ. 657, ἔνθα ἡ δοτ. ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ γένεο, Πινδ. 3. 13.
English (Autenrieth)
ῆρος: defender against, averter.
English (Slater)
ἀλκτήρ helper against, protector from c. gen. Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων (P. 3.7)
Greek Monolingual
ἀλκτήρ (-ῆρος), ο (Α)
αυτός που αποκρούει, απομακρύνει, αποσοβεί, προστατεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άλαλκε.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλκτήριος].
Greek Monotonic
ἀλκτήρ: -ῆρος, ὁ (ἄλαλκε), προστάτης από κάτι, με γεν., σε Όμηρ.
Middle Liddell
ἄλαλκε
a protector from a thing, c. gen., Hom.
Translations
protector
Arabic: حَامٍ; Armenian: պահապան; Azerbaijani: qoruyucu, havadar, himayədar; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: защитник; Catalan: protector; Chamorro: a'adahi; Czech: ochránce; Danish: beskytter; Dutch: beschermer, beschermheer, behoeder; Faroese: verndari; Finnish: suojelija; French: protecteur, guardien; Galician: protector; German: Beschützer; Ancient Greek: ἀλεξήτειρα, ἀλεξητήρ, ἀλκτήρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἐπίκουρος, ἐπιστάτης, ἐπίτροπος, ἱκέτης, κηδεμών, κηδευτής, πρόξεινος, πρόξενος, πρόξηνος, προσκεπαστής, προστάτης, σκεπαστής, σκοπός, ὑπερασπιστής, φύλαξ, χραισμήτωρ; Irish: cosantóir; Italian: protettore, protettrice; Kurdish Central Kurdish: حافیز, پاڕێزگار; Northern Kurdish: parastvan, parastvan; Latin: patronus, patrona, protector, protectrix, tutor, fautor, praeses; Old English: sċildend; Portuguese: protetor; Romanian: protector, protectoare; Russian: защитник, защитница; Sanskrit: नाथ; Scottish Gaelic: tèarmannair; Spanish: protector, protectora, valedor; Swedish: beskyddare, protektor; Turkish: hami, koruyucu, mevla, sahip, veli; Ukrainian: захисник, захисниця; Urdu: محافظ