έπαυλη: Difference between revisions
From LSJ
ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example
(13) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἔπαυλις]])<br /> <b>1.</b> [[αγροικία]], αγροτικό [[κτήμα]] με όλα του τα παραρτήματα (π.χ. στάβλους, αποθήκες <b>κ.λπ.</b>), [[υποστατικό]], [[αγρόκτημα]] («τὰς [[ἐγγὺς]] ἐπαύλεις ἐξέκοπτον», <b>Πλούτ.</b>)<br /> <b>2.</b> κομψή και [[πολυτελής]] εξοχική [[κατοικία]], [[βίλα]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[κατοικία]] βοσκού, [[στάβλος]], [[μάντρα]] («ο [[βουκόλος]]... ἀπικνέεται ἐς τὴν ἔπαυλιν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> <b>στρ.</b> [[στρατόπεδο]]<br /> <b>3.</b> ατείχιστο [[χωριό]] («αἱ δὲ οἰκίαι αἱ ἐν ἐπαύλεσιν, αἶς οὐκ ἔστιν... τεῑχος κύκλῳ», ΠΔ).<br /> [<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (AM [[ἔπαυλις]])<br /> <b>1.</b> [[αγροικία]], αγροτικό [[κτήμα]] με όλα του τα παραρτήματα (π.χ. στάβλους, αποθήκες <b>κ.λπ.</b>), [[υποστατικό]], [[αγρόκτημα]] («τὰς [[ἐγγὺς]] ἐπαύλεις ἐξέκοπτον», <b>Πλούτ.</b>)<br /> <b>2.</b> κομψή και [[πολυτελής]] εξοχική [[κατοικία]], [[βίλα]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[κατοικία]] βοσκού, [[στάβλος]], [[μάντρα]] («ο [[βουκόλος]]... ἀπικνέεται ἐς τὴν ἔπαυλιν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> <b>στρ.</b> [[στρατόπεδο]]<br /> <b>3.</b> ατείχιστο [[χωριό]] («αἱ δὲ οἰκίαι αἱ ἐν ἐπαύλεσιν, αἶς οὐκ ἔστιν... τεῑχος κύκλῳ», ΠΔ).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αύλις]] «[[κατασκήνωση]]». Στη νέα Ελληνική χρησιμοποιείται [[συχνά]] [[αντί]] του τ. [[έπαυλη]] η λ. [[βίλα]] (<span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>villa</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (AM ἔπαυλις)
1. αγροικία, αγροτικό κτήμα με όλα του τα παραρτήματα (π.χ. στάβλους, αποθήκες κ.λπ.), υποστατικό, αγρόκτημα («τὰς ἐγγὺς ἐπαύλεις ἐξέκοπτον», Πλούτ.)
2. κομψή και πολυτελής εξοχική κατοικία, βίλα
αρχ.
1. κατοικία βοσκού, στάβλος, μάντρα («ο βουκόλος... ἀπικνέεται ἐς τὴν ἔπαυλιν», Ηρόδ.)
2. (ειδ.) στρ. στρατόπεδο
3. ατείχιστο χωριό («αἱ δὲ οἰκίαι αἱ ἐν ἐπαύλεσιν, αἶς οὐκ ἔστιν... τεῑχος κύκλῳ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + αύλις «κατασκήνωση». Στη νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνά αντί του τ. έπαυλη η λ. βίλα (< ιταλ. villa)].