αγελάρχης: Difference between revisions

From LSJ

τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγελάρχης]], ο (AM)<br /><b>1.</b> [[οδηγός]] αγέλης, [[αρχηγός]] ομάδας ανθρώπων ή ζώων, [[βοσκός]], [[ποιμενάρχης]]<br /><b>2.</b> το ζώο που παίζει ρόλο αρχηγού στην [[αγέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγέλη]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄρχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγελαρχία]], <i>ἀγελαρχῶ</i>)].
|mltxt=[[ἀγελάρχης]], ο (AM)<br /><b>1.</b> [[οδηγός]] αγέλης, [[αρχηγός]] ομάδας ανθρώπων ή ζώων, [[βοσκός]], [[ποιμενάρχης]]<br /><b>2.</b> το ζώο που παίζει ρόλο αρχηγού στην [[αγέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγέλη]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄρχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγελαρχία]], <i>ἀγελαρχῶ</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 22:12, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγελάρχης, ο (AM)
1. οδηγός αγέλης, αρχηγός ομάδας ανθρώπων ή ζώων, βοσκός, ποιμενάρχης
2. το ζώο που παίζει ρόλο αρχηγού στην αγέλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγέλη + ἄρχω.
ΠΑΡ. ἀγελαρχία, ἀγελαρχῶ)].