αίθοψ: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἶθοψ]] (-οπος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> ο όμοιος με [[φωτιά]], [[πυρώδης]], [[πύρινος]]<br /><b>2.</b> (για μέταλλα) [[αστραφτερός]], [[λαμπερός]]<br /><b>3.</b> (για [[κρασί]]) [[σπινθηροβόλος]] ή [[αφρώδης]]<br /><b>4.</b> (για καπνό) ο [[ανάμικτος]] με φλόγες<br /><b>5.</b> [[σκοτεινός]], [[σκούρος]]<br /><b>6.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἴθω]] ή <i>αἰθὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οψ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄψ</i> «<i>όψη</i>», άρα [[αἶθοψ]] = «αυτός που έχει πύρινη όψη, που μοιάζει με [[φωτιά]]» (πρβλ. και <i>Αἰθ</i>-<i>ίοψ</i>, <i>oἶν</i>-<i>οψ</i>, επίθ. της θάλασσας)<br />η λ. [[αἶθοψ]] απαντά [[συνήθως]] μόνο σε αιτιατ. και δοτ. ενικού].
|mltxt=[[αἶθοψ]] (-οπος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> ο όμοιος με [[φωτιά]], [[πυρώδης]], [[πύρινος]]<br /><b>2.</b> (για μέταλλα) [[αστραφτερός]], [[λαμπερός]]<br /><b>3.</b> (για [[κρασί]]) [[σπινθηροβόλος]] ή [[αφρώδης]]<br /><b>4.</b> (για καπνό) ο [[ανάμικτος]] με φλόγες<br /><b>5.</b> [[σκοτεινός]], [[σκούρος]]<br /><b>6.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἴθω]] ή <i>αἰθὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οψ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄψ</i> «<i>όψη</i>», άρα [[αἶθοψ]] = «αυτός που έχει πύρινη όψη, που μοιάζει με [[φωτιά]]» (πρβλ. και <i>Αἰθ</i>-<i>ίοψ</i>, <i>oἶν</i>-<i>οψ</i>, επίθ. της θάλασσας)<br />η λ. [[αἶθοψ]] απαντά [[συνήθως]] μόνο σε αιτιατ. και δοτ. ενικού].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

αἶθοψ (-οπος), ο, η (Α)
1. ο όμοιος με φωτιά, πυρώδης, πύρινος
2. (για μέταλλα) αστραφτερός, λαμπερός
3. (για κρασί) σπινθηροβόλος ή αφρώδης
4. (για καπνό) ο ανάμικτος με φλόγες
5. σκοτεινός, σκούρος
6. ορμητικός, βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴθω ή αἰθὸς + -οψ < ὄψ «όψη», άρα αἶθοψ = «αυτός που έχει πύρινη όψη, που μοιάζει με φωτιά» (πρβλ. και Αἰθ-ίοψ, oἶν-οψ, επίθ. της θάλασσας)
η λ. αἶθοψ απαντά συνήθως μόνο σε αιτιατ. και δοτ. ενικού].