ἔλκος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(11)
m (Text replacement - "Ueber" to "Über")
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0799.png Seite 799]] τό, die Wunde; [[ἕλκος]] δ' ἰητὴρ ἐπιμάσσεται Il. 4, 190; [[ἕλκος]] ὕδρου, die von der Schlange herrührende Wunde, 2, 723; Folgde; ὑποκάρδιον, Wunde im Herzen, Theocr. 11, 15. Bei den Aerzten später bes. eiternde Wunde, Geschwür. Auch Einschnitt in einen Baum, Plut. amat. 24. – Uebertr., Schaden, Unheil, πόλει μὲν [[ἕλκος]] ἓν τὸ δήμιον τυχεῖν Aesch. Ag. 626; vgl. Solon eleg. 17 bei Dem. 29, 255; τί γὰρ γένοιτ' ἂν [[ἕλκος]] μεῖζον ἢ [[φίλος]] [[κακός]]; Soph. Ant. 648.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0799.png Seite 799]] τό, die Wunde; [[ἕλκος]] δ' ἰητὴρ ἐπιμάσσεται Il. 4, 190; [[ἕλκος]] ὕδρου, die von der Schlange herrührende Wunde, 2, 723; Folgde; ὑποκάρδιον, Wunde im Herzen, Theocr. 11, 15. Bei den Aerzten später bes. eiternde Wunde, Geschwür. Auch Einschnitt in einen Baum, Plut. amat. 24. – Übertr., Schaden, Unheil, πόλει μὲν [[ἕλκος]] ἓν τὸ δήμιον τυχεῖν Aesch. Ag. 626; vgl. Solon eleg. 17 bei Dem. 29, 255; τί γὰρ γένοιτ' ἂν [[ἕλκος]] μεῖζον ἢ [[φίλος]] [[κακός]]; Soph. Ant. 648.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἕλκος]])<br />[[πληγή]], [[απώλεια]] ουσίας του δέρματος ή του βλεννογόνου που συνοδεύεται από [[αντίδραση]] του συνδετικού ιστού<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[πύον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «άτονο [[έλκος]]» — δυσίατο [[έλκος]] τών [[κάτω]] [[άκρων]] [[συνήθως]], που προκαλείται από διαταραχές κυκλοφοριακής ή νευρικής αιτιολογίας<br /><b>2.</b> «[[έλκος]] γαστροδωδεκαδακτυλικό» — [[έλκος]] του στομάχου ή του δωδεκαδάκτυλου<br /><b>3.</b> «[[έλκος]] εκ κατακλίσεως» — [[πληγή]] σε [[σημεία]] [[επαφής]] του σώματος με το επίπεδο στήριξης σε τραυματίες και ασθενείς με παρατεταμένη [[κατάκλιση]]<br /><b>4.</b> «συφιλικό [[έλκος]]» ή «σκληρό [[έλκος]]» — μεταδοτικό [[έλκος]] που οφείλεται στην ωχρά [[σπειροχαίτη]]<br /><b>5.</b> «μαλακό [[έλκος]]» — μεταδοτικό [[έλκος]] που αναπτύσσεται [[συνήθως]] στον βλεννογόνο τών γεννητικών οργάνων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πληγή]], [[τραύμα]]<br /><b>2.</b> [[πλήγμα]], [[καταστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[έλκος]] συνδέεται με λατ. <i>ulcus</i> «[[πηγή]], [[έλκος]]» και με αρχ. ινδ. <i>arśas</i> «αιμορροΐδες», ενώ η [[δασύτητα]] της λέξεως οφείλεται πιθανόν σε παρετυμολογική [[επίδραση]] του ρήματος [[έλκω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ελκαίνω]], [[ελκήεις]], <i>ελκούμαι</i>, <i>ελκύδριον</i>, [[ελκώδης]]].
|mltxt=το (AM [[ἕλκος]])<br />[[πληγή]], [[απώλεια]] ουσίας του δέρματος ή του βλεννογόνου που συνοδεύεται από [[αντίδραση]] του συνδετικού ιστού<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[πύον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «άτονο [[έλκος]]» — δυσίατο [[έλκος]] τών [[κάτω]] [[άκρων]] [[συνήθως]], που προκαλείται από διαταραχές κυκλοφοριακής ή νευρικής αιτιολογίας<br /><b>2.</b> «[[έλκος]] γαστροδωδεκαδακτυλικό» — [[έλκος]] του στομάχου ή του δωδεκαδάκτυλου<br /><b>3.</b> «[[έλκος]] εκ κατακλίσεως» — [[πληγή]] σε [[σημεία]] [[επαφής]] του σώματος με το επίπεδο στήριξης σε τραυματίες και ασθενείς με παρατεταμένη [[κατάκλιση]]<br /><b>4.</b> «συφιλικό [[έλκος]]» ή «σκληρό [[έλκος]]» — μεταδοτικό [[έλκος]] που οφείλεται στην ωχρά [[σπειροχαίτη]]<br /><b>5.</b> «μαλακό [[έλκος]]» — μεταδοτικό [[έλκος]] που αναπτύσσεται [[συνήθως]] στον βλεννογόνο τών γεννητικών οργάνων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πληγή]], [[τραύμα]]<br /><b>2.</b> [[πλήγμα]], [[καταστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[έλκος]] συνδέεται με λατ. <i>ulcus</i> «[[πηγή]], [[έλκος]]» και με αρχ. ινδ. <i>arśas</i> «αιμορροΐδες», ενώ η [[δασύτητα]] της λέξεως οφείλεται πιθανόν σε παρετυμολογική [[επίδραση]] του ρήματος [[έλκω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ελκαίνω]], [[ελκήεις]], <i>ελκούμαι</i>, <i>ελκύδριον</i>, [[ελκώδης]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:55, 29 December 2020

German (Pape)

[Seite 799] τό, die Wunde; ἕλκος δ' ἰητὴρ ἐπιμάσσεται Il. 4, 190; ἕλκος ὕδρου, die von der Schlange herrührende Wunde, 2, 723; Folgde; ὑποκάρδιον, Wunde im Herzen, Theocr. 11, 15. Bei den Aerzten später bes. eiternde Wunde, Geschwür. Auch Einschnitt in einen Baum, Plut. amat. 24. – Übertr., Schaden, Unheil, πόλει μὲν ἕλκος ἓν τὸ δήμιον τυχεῖν Aesch. Ag. 626; vgl. Solon eleg. 17 bei Dem. 29, 255; τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζον ἢ φίλος κακός; Soph. Ant. 648.

Greek Monolingual

το (AM ἕλκος)
πληγή, απώλεια ουσίας του δέρματος ή του βλεννογόνου που συνοδεύεται από αντίδραση του συνδετικού ιστού
μσν.- νεοελλ.
πύον
νεοελλ.
φρ.
1. «άτονο έλκος» — δυσίατο έλκος τών κάτω άκρων συνήθως, που προκαλείται από διαταραχές κυκλοφοριακής ή νευρικής αιτιολογίας
2. «έλκος γαστροδωδεκαδακτυλικό» — έλκος του στομάχου ή του δωδεκαδάκτυλου
3. «έλκος εκ κατακλίσεως» — πληγή σε σημεία επαφής του σώματος με το επίπεδο στήριξης σε τραυματίες και ασθενείς με παρατεταμένη κατάκλιση
4. «συφιλικό έλκος» ή «σκληρό έλκος» — μεταδοτικό έλκος που οφείλεται στην ωχρά σπειροχαίτη
5. «μαλακό έλκος» — μεταδοτικό έλκος που αναπτύσσεται συνήθως στον βλεννογόνο τών γεννητικών οργάνων
αρχ.
1. πληγή, τραύμα
2. πλήγμα, καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έλκος συνδέεται με λατ. ulcus «πηγή, έλκος» και με αρχ. ινδ. arśas «αιμορροΐδες», ενώ η δασύτητα της λέξεως οφείλεται πιθανόν σε παρετυμολογική επίδραση του ρήματος έλκω.
ΠΑΡ. αρχ. ελκαίνω, ελκήεις, ελκούμαι, ελκύδριον, ελκώδης].