μωλύω: Difference between revisions
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=molyo | |Transliteration C=molyo | ||
|Beta Code=mwlu/w | |Beta Code=mwlu/w | ||
|Definition=or μωλύνω, <span class="sense"> | |Definition=or μωλύνω, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[boil imperfectly]], [[parboil]], [[scald]], [[simmer]], πάσχει ὅπερ ἐν τοῖς ἑψομένοις τὰ μωλυνόμενα <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>776a1</span> (μολυν- codd.); σκληρότερα μὲν τὰ μεμωλυσμένα γίγνεται τῶν ἑφθῶν <span class="bibl">Id.<span class="title">Mete.</span>381a21</span> (v.l. μεμολ-); of a herb, <b class="b3">μωλυθεῖσα πυρὶ σμαλερῷ</b> Poet.[[deherb]].<span class="bibl">101</span>, cf. <span class="bibl">138</span>; of [[half-roasted]] meat, [κρέα] πρὸς ὀλίγον τῷ πυρὶ μεμωλυσμένα <span class="bibl">Hld.2.19</span> (μεμολ- codd.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of ulcers, '<b class="b2">go off the boil', fail to come to a head, subside, fade away</b>, σκληρὰ καὶ ἄπεπτα πάντα ἐμωλύνθη <span class="bibl">Hp. <span class="title">Epid.</span>7.3</span> (v.l. [[ἐμολ-]]) <b class="b3">; συνελειαίνετο</b> (v.l. [[ἐπεχλιαίνετο]]) <b class="b3"> ταῦτα, καὶ ἐμωλύνθη</b> (v.l. [[κατεμωλύθη]]) <b class="b3"> καὶ οὐκ ἀπεπύησεν</b> ib.<span class="bibl">2.2.6</span> ( = [[ἠφανίσθη καὶ κατὰ βραχὺ ἀπεμαράνθη· οὕτως γὰρ καλεῖ τὸ τῆς ὀξείας κινήσεως καὶ μεταβολῆς παυσάμενον καὶ ἀποψυχθέν]], Gal.17(1).328); <b class="b3">μωλυόμενα· κατὰ βραχὺ ἀπομαραινόμενα</b>, Hp. ap. Gal.19.124; [[μεμωλυσμένους]] (<b class="b3">-μολ</b>- codd.)<b class="b3">· ἔνιοι μὲν τοὺς κατεψυγμένους, ἔνιοι δὲ τοὺς ἐσκιρρωμένους καὶ λιθώδεις ᾠήθησαν</b>, Gal.19.121; of certain diseases, <b class="b3">κατὰ τὴν ἀρχὴν ὑποβρύχιά τε καὶ μωλυνόμενα</b> (μολ- codd.) [[φαίνεται]] latent and '[[simmering]]', Id.9.898; cf. [[μεμολυσμένως]]. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[relax]], <b class="b3">μεμωλυσμένη· παρειμένη</b>, Hsch. s.v. [[μῶλυς; μωλύεται· γηράσκει]], Id.; <b class="b3">μωλύειν· τὸ ἐκλύειν καὶ διέλκειν καὶ μαραίνειν</b>, <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.89</span> B.; <b class="b3">μωλύον κρέας· τὸ ἠρέμα διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστός</b>, ibid.; <b class="b3">δι' οὗ μωλύονται αἱ ὁρμαὶ καὶ τὰ πάθη</b>, as expl. of [[μῶλυ]], Cleanth. ap. Apollon.<span class="title">Lex.</span> s.v. [[μῶλυ]]. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> also of ulcers, [[become septic]], <b class="b3">ἢν ἕλκος γένηται... καὶ μὴ ταχὺ ὑγιανθῇ ἀλλὰ μωλυνθῇ</b> ([[μολυνθῇ]] codd., quod fort. legend.) Hp.<span class="title">Steril.</span>213. </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> f.l. for [[μολεύειν]] (q.v.) in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>2.2.2</span>. (μωλ- confirmed by the metre in Poet.de herb. ll.cc., and by Cleanth. l.c.; prob. derived from [[μῶλυς]], cf. Demetr.Lac.<span class="title">Herc.</span>1014.58.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:50, 30 December 2020
English (LSJ)
or μωλύνω, A boil imperfectly, parboil, scald, simmer, πάσχει ὅπερ ἐν τοῖς ἑψομένοις τὰ μωλυνόμενα Arist.GA776a1 (μολυν- codd.); σκληρότερα μὲν τὰ μεμωλυσμένα γίγνεται τῶν ἑφθῶν Id.Mete.381a21 (v.l. μεμολ-); of a herb, μωλυθεῖσα πυρὶ σμαλερῷ Poet.deherb.101, cf. 138; of half-roasted meat, [κρέα] πρὸς ὀλίγον τῷ πυρὶ μεμωλυσμένα Hld.2.19 (μεμολ- codd.). II of ulcers, 'go off the boil', fail to come to a head, subside, fade away, σκληρὰ καὶ ἄπεπτα πάντα ἐμωλύνθη Hp. Epid.7.3 (v.l. ἐμολ-) ; συνελειαίνετο (v.l. ἐπεχλιαίνετο) ταῦτα, καὶ ἐμωλύνθη (v.l. κατεμωλύθη) καὶ οὐκ ἀπεπύησεν ib.2.2.6 ( = ἠφανίσθη καὶ κατὰ βραχὺ ἀπεμαράνθη· οὕτως γὰρ καλεῖ τὸ τῆς ὀξείας κινήσεως καὶ μεταβολῆς παυσάμενον καὶ ἀποψυχθέν, Gal.17(1).328); μωλυόμενα· κατὰ βραχὺ ἀπομαραινόμενα, Hp. ap. Gal.19.124; μεμωλυσμένους (-μολ- codd.)· ἔνιοι μὲν τοὺς κατεψυγμένους, ἔνιοι δὲ τοὺς ἐσκιρρωμένους καὶ λιθώδεις ᾠήθησαν, Gal.19.121; of certain diseases, κατὰ τὴν ἀρχὴν ὑποβρύχιά τε καὶ μωλυνόμενα (μολ- codd.) φαίνεται latent and 'simmering', Id.9.898; cf. μεμολυσμένως. 2 relax, μεμωλυσμένη· παρειμένη, Hsch. s.v. μῶλυς; μωλύεται· γηράσκει, Id.; μωλύειν· τὸ ἐκλύειν καὶ διέλκειν καὶ μαραίνειν, Phryn.PSp.89 B.; μωλύον κρέας· τὸ ἠρέμα διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστός, ibid.; δι' οὗ μωλύονται αἱ ὁρμαὶ καὶ τὰ πάθη, as expl. of μῶλυ, Cleanth. ap. Apollon.Lex. s.v. μῶλυ. III also of ulcers, become septic, ἢν ἕλκος γένηται... καὶ μὴ ταχὺ ὑγιανθῇ ἀλλὰ μωλυνθῇ (μολυνθῇ codd., quod fort. legend.) Hp.Steril.213. IV f.l. for μολεύειν (q.v.) in Thphr.HP2.2.2. (μωλ- confirmed by the metre in Poet.de herb. ll.cc., and by Cleanth. l.c.; prob. derived from μῶλυς, cf. Demetr.Lac.Herc.1014.58.)
German (Pape)
[Seite 225] auch μωλύνω, entkräften, erschöpfen, im med. u. pass. schwächer werden, allmälig vergehen, Galen., VLL. erkl. ἀμβλύνειν καὶ κωλύειν, Hesych. aus Soph. fr. 620 μεμωλυσμένη, παρειμένη. – Vom Fleisch u. anderen Speisen, allmälig geröstet, gar werden, act. u. med., μωλύον κρέας wird B. A. 52 erkl. τὸ ἠρέμα διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστώς; vgl. μωλυτὰ μέλη Maneth. 4, 254. So ist auch Heliod. 2, 19 κρέα πρὸς ὀλίγον τῷ πυρὶ μεμωλυσμένα für μεμολυσμένα zu schreiben, wie Arist, meteor. 4, 3 p. 381 a 21.
Greek (Liddell-Scott)
μωλύω: ἐπὶ κρέατος βαθμηδὸν μαραίνομαι, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον χάνομαι, λυώνω (ψηνόμενον)· «μωλύον κρέας λέγεται τὸ ἠρέμα διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστὼς» Α. Β. 52. 7· πρβλ. μωλύνομαι.
Greek Monolingual
μωλύω και μωλύνω (Α)
1. (για κρέας) λειώνω βαθμηδόν καθώς ψήνομαι
2. (συν. το μέσ.) μωλύομαι και μωλύνομαι
α) δεν βράζω τελείως, υποβράζω, σιγοβράζω
β) (για πληγές) i) δεν φθάνω σε ωρίμαση, μαραίνομαι, εξαφανίζομαι σιγά σιγά
ii) καταλήγω σε σήψη, γίνομαι σηπτικός («ἣν ἕλκος γένηται..., καὶ μὴ ταχὺ ὑγιανθῇ, ἀλλὰ μωλυνθῇ», Ιπποκρ.)
γ) μτφ. χαλαρώνω («μεμωλυσμένη
παρειμένη», Ησύχ.)
δ) (κατά τον Ησύχ.) «μωλύεται
γηράσκει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με τον τ. μῶλυς βλ. λ.].