παραλληλόγραμμος: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parallilogrammos
|Transliteration C=parallilogrammos
|Beta Code=parallhlo/grammos
|Beta Code=parallhlo/grammos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bounded by parallel lines]], σχῆμα <span class="bibl">Str.4.1.3</span> : neut. as Subst., τὸ [[παραλληλόγραμμον]] = [[parallelogram]], <span class="bibl">Euc.2</span> <span class="title">Def.</span>, Plu.2.1080c, etc.; κατὰ-γραμμον Ascl.<span class="title">Tact.</span>11.7. Adv. -γράμμως <span class="bibl">Iamb. <span class="title">in Nic.</span>p.27</span> P.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bounded by parallel lines]], σχῆμα <span class="bibl">Str.4.1.3</span> : neut. as Subst., τὸ [[παραλληλόγραμμον]] = [[parallelogram]], <span class="bibl">Euc.2</span> <span class="title">Def.</span>, Plu.2.1080c, etc.; κατὰ-γραμμον Ascl.<span class="title">Tact.</span>11.7. Adv. -γράμμως <span class="bibl">Iamb. <span class="title">in Nic.</span>p.27</span> P.</span>
}}
}}
[[File:Parallelogram.svg|thumb|Parallelogram|alt=Parallelogram.svg]]
[[File:Parallelogram.svg|thumb|Parallelogram|alt=Parallelogram.svg]]

Revision as of 19:25, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλληλόγραμμος Medium diacritics: παραλληλόγραμμος Low diacritics: παραλληλόγραμμος Capitals: ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: parallēlógrammos Transliteration B: parallēlogrammos Transliteration C: parallilogrammos Beta Code: parallhlo/grammos

English (LSJ)

ον, A bounded by parallel lines, σχῆμα Str.4.1.3 : neut. as Subst., τὸ παραλληλόγραμμον = parallelogram, Euc.2 Def., Plu.2.1080c, etc.; κατὰ-γραμμον Ascl.Tact.11.7. Adv. -γράμμως Iamb. in Nic.p.27 P.

Parallelogram.svg
Parallelogram

Greek (Liddell-Scott)

παραλληλόγραμμος: -ον, ὁ περιοριζόμενος ὑπὸ παραλλήλων γραμμῶν, Στράβ. 178· τὸ π., γεωμετρικὸν σχῆμα, Εὐκλείδ. 2 Ὁρισμ., Πλούτ. 2. 1080Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
en forme de parallélogramme ; τὸ παραλληλόγραμμον PLUT le parallélogramme.
Étymologie: παράλληλος, γραμμή.

Greek Monolingual

-η, -ο / παραλληλόγραμμος, -ον ΝΑ
1. (για επιφάνειες) αυτός που έχει τις απέναντι πλευρές του παράλληλες
2. το ουδ. ως ουσ. το παραλληλόγραμμο
μαθημ. τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες
νεοελλ.
1. φρ. α) «νόμος παραλληλογράμμου»
μαθημ. αρχή σύμφωνα με την οπόα το άθροισμα δύο διανυσμάτων, παριστάνεται γεωμετρικά από την διαγώνιο του παραλληλογράμμου που έχει συνεχόμενες πλευρές του τα παραπάνω διανύσματα
β) «ταυτότητα παραλληλογράμμου»
μαθημ. σε ένα παραλληλόγραμμο το άθροισμα τών τετραγώνων τών μηκών τών διαγωνίων του ισούται με το διπλάσιο του αθροίσματος τών τετραγώνων τών μηκών τών πλευρών του
γ) «παραλληλόγραμμο του Βατ» ή «αρθρωτό παραλληλόγραμμο»
(μηχαν.) παραλληλόγραμμο που σχηματίζεται από ράβδους συνδεδεμένες με αρθρώσεις
δ) «κανόνας παραλληλογράμμου»
φυσ. κανόνας, με την βοήθεια του οποίου είναι δυνατός ο προσδιορισμός του διανύσματος που αντιπροσωπεύει τη συνισταμένη δύο δυνάμεων και σύμφωνα με τον οποίο η συνισταμένη δύναμη παριστάνεται από την διαγώνιο του παραλληλογράμμου που έχει ως διαδοχικές πλευρές τα δύο διανύσμτα που πεγράφουν τις δύο δυνάμεις
ε) «ορθογώνιο παραλληλόγραμμο»
μαθημ. παραλληλόγραμμο το οποίο έχει τις γωνίες του ορθές
2. το ουδ. ως ουσ. α) όργανο κατάλληλο για τη χάραξη παράλληλων ευθειών
β) όργανο σχεδιασμού το οποίο αποτελείται από δύο παράλληλους κανόνες, χάρακες
γ) ο παραλληλιστής.
επίρρ...
παραλληλογράμμως Α
σε σχήμα παραλληλογράμμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος + -γραμμος (< γραμή), πρβλ. ευθύ-γραμμος].

Wikipedia EN

In Euclidean geometry, a parallelogram is a simple (non-self-intersecting) quadrilateral with two pairs of parallel sides. The opposite or facing sides of a parallelogram are of equal length and the opposite angles of a parallelogram are of equal measure. The congruence of opposite sides and opposite angles is a direct consequence of the Euclidean parallel postulate and neither condition can be proven without appealing to the Euclidean parallel postulate or one of its equivalent formulations.

Translations

af: parallelogram; ar: متوازي أضلاع; ast: paralelogramu; az: paraleloqram; ba: параллелограмм; be_x_old: паралелаграм; be: паралелаграм; bg: успоредник; bn: সামান্তরিক; bs: paralelogram; ca: paral·lelogram; ckb: لاھاوبەرە; cs: rovnoběžník; cy: paralelogram; da: parallelogram; de: Parallelogramm; dsb: paralelogram; el: παραλληλόγραμμο; en: parallelogram; eo: paralelogramo; es: paralelogramo; et: rööpkülik; eu: paralelogramo; fa: متوازی‌الاضلاع; fi: suunnikas; fr: parallélogramme; ga: comhthreomharán; gl: paralelogramo; he: מקבילית; hi: समान्तर चतुर्भुज; hr: paralelogram; hsb: runoběžnik; hu: paralelogramma; hy: զուգահեռագիծ; id: jajar genjang; is: samsíðungur; it: parallelogramma; ja: 平行四辺形; jv: jajaran génjang; ka: პარალელოგრამი; kk: параллелограмм; km: ប្រលេឡូក្រាម; ko: 평행사변형; ku: çargoşeya yeksan; la: parallelogrammum; lmo: paralelogràm; lt: lygiagretainis; lv: paralelograms; mhr: параллелограмм; mk: паралелограм; ml: സാമാന്തരികം; mr: समांतरभुज चौकोन; ne: समानान्तर चतुर्भुज; nl: parallellogram; nn: parallellogram; no: parallellogram; pa: ਸਮਾਂਤਰ ਚਤੁਰਭੁਜ; pl: równoległobok; pms: paralelograma; pt: paralelogramo; ro: paralelogram; ru: параллелограмм; scn: paralleluggramma; se: parallellográmma; sh: paralelogram; simple: parallelogram; sk: rovnobežník; sl: paralelogram; sn: gonyoina sambamba; so: barbaroole; sq: paralelogrami; sr: паралелограм; su: pasagi doyong; sv: parallellogram; ta: இணைகரம்; te: సమాంతర చతుర్భుజం; th: รูปสี่เหลี่ยมด้านขนาน; tl: paralelogram; tr: paralelkenar; uk: паралелограм; uz: parallelogramm; vi: hình bình hành; vls: parallellogram; war: paralelogramo; wuu: 平行四边形; zh_yue: 平行四邊形; zh: 平行四边形