πυριάτη: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyriati | |Transliteration C=pyriati | ||
|Beta Code=puria/th | |Beta Code=puria/th | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], ἡ</b> (<span class="bibl">Poll.1.248</span>, <span class="bibl">6.54</span>, Phot., who says, <b class="b3">πυριάτη θηλυκῶς, οὐχὶ πυρίατος, οὐδὲ πυριατή ὀξυτόνως</b>), <span class="sense"> | |Definition=[<b class="b3">ᾱ], ἡ</b> (<span class="bibl">Poll.1.248</span>, <span class="bibl">6.54</span>, Phot., who says, <b class="b3">πυριάτη θηλυκῶς, οὐχὶ πυρίατος, οὐδὲ πυριατή ὀξυτόνως</b>), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[beestings curdled by heating over embers]], ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ <span class="bibl">Cratin.142</span>; πυῷ καὶ πυριάτῃ <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>710</span>, cf. <span class="bibl">Eub.74.5</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>3</span>, Gal. 6.694, <span class="bibl">Poll.1.248</span>, Phot.; cf. [[πυριατόν]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:45, 30 December 2020
English (LSJ)
[ᾱ], ἡ (Poll.1.248, 6.54, Phot., who says, πυριάτη θηλυκῶς, οὐχὶ πυρίατος, οὐδὲ πυριατή ὀξυτόνως), A beestings curdled by heating over embers, ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Cratin.142; πυῷ καὶ πυριάτῃ Ar.V.710, cf. Eub.74.5, Luc.Lex.3, Gal. 6.694, Poll.1.248, Phot.; cf. πυριατόν.
German (Pape)
[Seite 822] ἡ, eigtl. fem. von πυριατός, die erste Milch von einer Kuh, die eben gekalbt hat, od. von einem andern milchenden Hausthiere, welche ein beliebtes Gericht war (die Holländer nennen es Beestkoock); s. πῦος, mit dem es Ar. Vesp. 710 verbindet, wo vor Brunck πυαρίτη gelesen wurde; vgl. Eubul. bei Ath. XIV, 640 c; Luc. Lexiph. 3; bei Hesych. steht πυριατόν, τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος; vgl. Poll. 6, 54; nach 1, 248 = πυρίεφθον.
Greek (Liddell-Scott)
πῠριάτη: [ᾱ], ἡ, (κατὰ Πολυδ. Α´, 248., Ϛ´, 54, καὶ Φώτ., ὅστις λέγει «πυριάτη θηλυκῶς, οὐχὶ πυρίατος, οὐδὲ πυριατὴ ὀξυτόνως»)· τὸ καλούμενον πρωτόγαλα, «μετὰ τὴν ἀποκύησιν εὐθέως ἀμελχθὲν τὸ γάλα, καὶ πυρωθὲν ἐπὶ θερμοσποδιᾶς ἐπ’ ὀλίγου ἄνευ πυτίας, αὐτίκα πήγνυται· οἱ δὲ παλαιοὶ τοῦτο ἐκάλουν πυριάτην, τινὲς δὲ πυρίεφθον» Ἀέτ. 2, 99· εὕρηται μόνον κατὰ δοτ.· - ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 4· πυῷ καὶ πυριάτῃ (ἐκ διορθώσεως ἀντὶ πυαρίτῃ), Ἀριστοφ. Σφ. 710, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Ὀλβίᾳ» 1, Λουκ. Λεξιφ. 3, Πολυδ. Α´, 248, Φώτ.· - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυριατόν· τὸ ἐφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος». - Πρβλ. πυρίεφθον, πῦαρ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
premier lait (lait de vache, de chèvre, etc.) chauffé pour servir d’aliment.
Étymologie: πῦρ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
το πρωτόγαλα αγελάδας ή άλλου ήμερου ζώου το οποίο γεννά για πρώτη φορά, κολάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυριατή, θηλ. του ρημ. επιθ. πυριατός (< πυριῶ), με αναβιβασμό του τόνου].
Greek Monotonic
πῠριάτη: [ᾱ], ἡ (πυός), πηγμένο γάλα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πῠριάτη: (ᾱ) ἡ молоко новотельного животного (коровы, козы, считавшееся лакомым напитком) (πυὸς καὶ π. Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυριᾱ́τη -ης, ἡ [πυρία] gestremde biest.