χήνειος: Difference between revisions
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chineios | |Transliteration C=chineios | ||
|Beta Code=xh/neios | |Beta Code=xh/neios | ||
|Definition=α, ον, Ion. [[χήνεος]], η, ον (also <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>130.26</span> (iii B. C.)): ([[χήν]]):— <span class="sense"> | |Definition=α, ον, Ion. [[χήνεος]], η, ον (also <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>130.26</span> (iii B. C.)): ([[χήν]]):— <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of a goose]] or [[belonging to a goose]], κρεῶν βοέων καὶ χηνέων πλῆθος <span class="bibl">Hdt. 2.37</span>; ᾠόν <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>558a22</span>, cf. <span class="title">PCair.Zen.</span> l.c.; [[χήνεια]] (sc. [[κρέα]]) Menipp. ap. <span class="bibl">Ath.14.664e</span>; στέαρ Dsc.1.68.3, <span class="bibl">Sor.1.56</span>; [[χήνεια ἥπατα]], a Greek dainty, [[foie gras]], <span class="bibl">Ath.9.384c</span> ([[ἀρνεία]] shd. be read in <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>467</span>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 31 December 2020
English (LSJ)
α, ον, Ion. χήνεος, η, ον (also PCair.Zen.130.26 (iii B. C.)): (χήν):— A of a goose or belonging to a goose, κρεῶν βοέων καὶ χηνέων πλῆθος Hdt. 2.37; ᾠόν Arist.HA558a22, cf. PCair.Zen. l.c.; χήνεια (sc. κρέα) Menipp. ap. Ath.14.664e; στέαρ Dsc.1.68.3, Sor.1.56; χήνεια ἥπατα, a Greek dainty, foie gras, Ath.9.384c (ἀρνεία shd. be read in E.Fr.467).
German (Pape)
[Seite 1353] ion. χήνεος, von der Gans, zur Gans gehörig; Eur. frg. Cress. 13, 4; ἥπατα Eubul. bei Ath. IX, 384 c; ᾠόν, Gänseei, Luc. Alex. 13, wie Eriphus bei Ath. II, 58 b.
Greek (Liddell-Scott)
χήνειος: -α, -ον, Ἰων. χήνεος, -η, -ον, (χὴν)· ― ὁ τῆς χηνὸς, ὁ εἰς χῆνα ἀνήκων, Λατ. anserinus, κρεῶν βοέων καὶ χηνέων πλῆθος Ἡρόδ. 2. 37, Διόδ. 1. 70· ᾠὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 33, 5· στέαρ Διοσκ. 1. 81· χήνεια ἥπατα, ἦσαν περιζήτητον ἔδεσμα παρ’ Ἕλλησι, foie gras, «χηνείων δ’ ἡπάτων μνημονεύει Εὔβουλος ἐν Στεφανοπώλισι λέγων οὕτως εἰ μὴ σὺ χηνὸς ἧπαρ ἢ ψυχὴν ἔχεις» Ἀθήν. 384C ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 470 ὁ Meineke διώρθωσεν ἄρνεια χάριν τοῦ μέτρου.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d’oie.
Étymologie: χήν.
Spanish
Greek monolingual
χήνεια, χήνειο χήνειος, χηνεία, χήνειον, ΝΜΑ, και χήνιος, -ία, -ον, Μ, και ιων. τ. χήνεος, χηνέα, χήνεον, Α χήν / χήνα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χήνα, χηνήσιος
νεοελλ.
φρ. «χήνειο δέρμα»
ιατρ. χαρακτηρισμός δέρματος που παρουσιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, την όψη μαδημένης χήνας λόγω της αντανακλαστικής συστολής των ορθωτήρων μυών των τριχών
αρχ.
φρ. «χήνειον ἧπαρ» — περιζήτητο και ακριβό έδεσμα από συκώτι χήνας Αθήν.
Greek Monotonic
χήνειος: -α, -ον, Ιων. χήνεος, -η, -ον, αυτός που ταιριάζει ή που ανήκει σε χήνα, Λατ. anserinus, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
χήνειος: ион. χήνεος 3 гусиный (κρέα Her.; ᾠόν Arst.).
Middle Liddell
χήνειος, η, ον
of or belonging to a goose, Lat. anserinus, Hdt.