ἐγκολάπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source
m (Text replacement - "Ueber" to "Über")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=egkolapto
|Transliteration C=egkolapto
|Beta Code=e)gkola/ptw
|Beta Code=e)gkola/ptw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cut]] or [[carve upon]] stone, ἐ. γράμματα ἐς τὸν τάφον <span class="bibl">Hdt.1.187</span>, cf. <span class="title">IG</span>12.313.166; <b class="b3">ἐν τᾷ στάλᾳ</b> ib. 12(1).694.9 (Camirus); <b class="b3">τύποι ἐν πέτρῃσι ἐγκεκολαμμένοι, γράμματα ἐν λίθῳ ἐγκ</b>., <span class="bibl">Hdt.2.106</span>, <span class="bibl">136</span>, al., cf. <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>6.33(35)</span>; ἐπὶ τρίποσι <span class="bibl">Hdt.5.59</span>; ἐπὶ πίνακος Suid. s.v. [[βοῦς ἕβδομος; εἰς τὸ μέτωπον]] <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>21</span>: metaph., [νόμους] ἡ φύσις κατὰ μέσης ἐνεκόλαψε τῆς ψυχῆς <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>43.49</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[cut]] or [[carve upon]] stone, ἐ. γράμματα ἐς τὸν τάφον <span class="bibl">Hdt.1.187</span>, cf. <span class="title">IG</span>12.313.166; <b class="b3">ἐν τᾷ στάλᾳ</b> ib. 12(1).694.9 (Camirus); <b class="b3">τύποι ἐν πέτρῃσι ἐγκεκολαμμένοι, γράμματα ἐν λίθῳ ἐγκ</b>., <span class="bibl">Hdt.2.106</span>, <span class="bibl">136</span>, al., cf. <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>6.33(35)</span>; ἐπὶ τρίποσι <span class="bibl">Hdt.5.59</span>; ἐπὶ πίνακος Suid. s.v. [[βοῦς ἕβδομος; εἰς τὸ μέτωπον]] <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>21</span>: metaph., [νόμους] ἡ φύσις κατὰ μέσης ἐνεκόλαψε τῆς ψυχῆς <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>43.49</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 00:50, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκολάπτω Medium diacritics: ἐγκολάπτω Low diacritics: εγκολάπτω Capitals: ΕΓΚΟΛΑΠΤΩ
Transliteration A: enkoláptō Transliteration B: enkolaptō Transliteration C: egkolapto Beta Code: e)gkola/ptw

English (LSJ)

A cut or carve upon stone, ἐ. γράμματα ἐς τὸν τάφον Hdt.1.187, cf. IG12.313.166; ἐν τᾷ στάλᾳ ib. 12(1).694.9 (Camirus); τύποι ἐν πέτρῃσι ἐγκεκολαμμένοι, γράμματα ἐν λίθῳ ἐγκ., Hdt.2.106, 136, al., cf. LXX 3 Ki.6.33(35); ἐπὶ τρίποσι Hdt.5.59; ἐπὶ πίνακος Suid. s.v. βοῦς ἕβδομος; εἰς τὸ μέτωπον Plu.Per.21: metaph., [νόμους] ἡ φύσις κατὰ μέσης ἐνεκόλαψε τῆς ψυχῆς Lib.Decl.43.49.

German (Pape)

[Seite 709] eingraben, einschneiden, ἐνεκόλαψε ἐς τὸν τάφον γράμματα Her. 1, 187, wie Plut. Pericl. 21; ἐν πέτρῃσι ἐγκεκολαμμένος Her. 2, 106; 136; ἐπὶ τρίποσι 5, 59, wie Luc. Zeux. 11; auch τινί, καί σφι γράμματα ἐνεκεκόλαπτο Her. 1, 93; D. Cass. 60, 6; ἐπί τινος, in der Überschrift des Ep. ad. 2291, (App. 311), u. a. Sp.; auch κατά τινος, Liban.; – ἐγκολαπτός, eingegraben, ἱστορία ἐν ἐκπώμασιν Ath. XI, 781 e, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκολάπτω: μέλλ. -ψω, κολάπτω, σκαλίζω ἐπὶ λίθου (κυρίως οὐχὶ ἐπὶ λεπτῆς ἐργασίας οἵα ἦν ἡ τῶν ἐγγλύφων), ἐγκ. γράμματα ἐς τὸν τάφον Ἡρόδ. 1. 187· γράμματα ἐν πέτρῃσι, ἐν λίθῳ ἐγκεκολαμμένα ὁ αὐτ. 2. 106, 136, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τρίποσι ὁ αὐτ. 5. 59· ἐπὶ πίνακος Ἀνθ. Π. παράρτ. 311 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.)· εἰς τὸ μέτωπον Πλουτ. Περικλ. 21· κατά τινος Λιβάν.

French (Bailly abrégé)

graver en creux, graver : τί τινι, ἔν τινι, ἐπί τινι, εἴς τι graver qch sur (une pierre, un monument, etc.).
Étymologie: ἐν, κολάπτω.

Spanish (DGE)

grabar a escoplo textos o relieves, esp. sobre piedra o superficie de metal, gener. c. giro prep., excep. c. dat.:
a) sobre piedra γράμματα IG 13.386.166 (V a.C.), ἐς τὸν τάφον γράμματα λέγοντα τάδε· Hdt.1.187, τό τε ψήφισμα τόδε καὶ τὸν στέφανον ... εἰς στήλην IEryth.114.28 (II a.C.), cf. IPh.144.5 (I a.C.), τὰς κτοίνας ... ἐν τᾷ στάλᾳ Tit.Cam.109.9 (III a.C.), cf. IG 11(2).148.68 (III a.C.), en v. pas. γράμματα ἐν λίθῳ ἐγκεκολαμμένα λέγοντα τάδε Hdt.2.136, cf. Erot.Fr.Pap.Nect.3.21, τύποι ἐν πέτρῃσι Hdt.2.106, εἰς πέτραν ... οὗ τρίπους ἐνκεκόλαπται FD 4.280C.30 (II a.C.), cf. IG 5(1).1431.19 (Mesene I d.C.), στήλας λιθίνας ἐκκεκολαμμένας (l. ἐγκ-) τοῖς θ' ἑλληνικοῖς ... γράμμασιν IFayoum 152.34 (I a.C.), αἱ διαδοχαὶ ταῖς δημοσίαις ... κύρβεσιν Synes.Ep.41 (p.63), cf. Ast.Am.Hom.8.28.3;
b) sobre bronce τῶν Λακεδαιμονίων ἣν ἔδωκαν αὐτοῖς προμαντείαν εἰς τὸ μέτωπον ἐγκολαψάντων τοῦ χαλκοῦ λύκου Plu.Per.21, ἔπι τε τῷ τροπαίῳ ... ἐλέφαντα Luc.Zeux.11, en v. pas. γράμματα ... ἐπὶ τρίποσι τρισὶ ἐγκεκολαμμένα Hdt.5.59;
c) sobre madera, figuras en relieve, LXX 3Re.6.32, cf. 35, σήματα ... ἐγκεκολαμμένα πίνακι πτυκτῷ Eust.632.61;
d) fig. οὓς (νόμους) ἡ φύσις αὐτὴ κατὰ μέσης ἐνεκόλαψε τῆς ψυχῆς Lib.Decl.43.49, ἐν καρδίαις αὐτὰς (Γραφάς) Chrys.M.59.187, en v. pas. ἀπορρυπτόμενοι σπίλους τοὺς ἐν τοῖς στάθεσιν ἁμῶν ἐγκεκολαμμένους Pythag.Ep.2.2, cf. Chrys.M.53.60.

Greek Monolingual

(AM ἐγκολάπτω)
χαράζω, σκαλίζω.

Greek Monotonic

ἐγκολάπτω: μέλ. -ψω, περικόπτω, σκαλίζω πάνω σε πέτρα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκολάπτω: вырубать, высекать, вырезать (γράμματα ἐς τὸν τάφον, ἐν λίθῳ и ἐπὶ τρίποσι Her.; προμαντείαν εἴς τι Plut.).

Middle Liddell

fut. ψω
to cut or carve upon stone, Hdt.