ὑπεροίομαι: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperoiomai | |Transliteration C=yperoiomai | ||
|Beta Code=u(peroi/omai | |Beta Code=u(peroi/omai | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">to be very self-conceited</b>, aor. part. <b class="b3">-ησάμενοι</b>, Hsch.:— also ὑπεροιάζομαι, Phot., Suid., prob. in Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:00, 1 January 2021
English (LSJ)
A to be very self-conceited, aor. part. -ησάμενοι, Hsch.:— also ὑπεροιάζομαι, Phot., Suid., prob. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 1199] (s. οἴομαι), eine übermäßige Meinung von sich haben, überaus eingebildet von sich sein, VLL., die es ὑπερηφανεύομαι erklären.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεροίομαι: ἀποθ., εἶμαι λίαν οἰηματίας, «ὑπεροιησάμενοι· ὑπερηφανοῦντες» Ἡσύχ.: ὡσαύτως ὑπεροιάζομαι, «ὑπεροιαζομένου, ὑπερηφανευομένου» Φώτ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
και ὑπεροιάζομαι Α
(αποθ.) (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) είμαι υπερβολικά φαντασμένος, υπέρμετρα αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + οἴομαι «πιστεύω, θεωρώ, προμαντεύω, φαντάζομαι». Ο τ. ὑπεροιάζομαι είναι εκφραστικός σχηματισμός κατά τα ρ. σε -άζω].