κίκυς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(20)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1438.png Seite 1438]] ἡ, od. richtiger mit Bekker [[κῖκυς]] geschrieben, wie der Vers des Aesch. frg. 211 zeigt: σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι [[κῖκυς]] οὐδ' αἱμόῤῥυτοι φλέβες; die <b class="b2">Kraft</b>, Spannkraft, οὐ γάρ οἱ ἔτ' ἦν ἲς [[ἔμπεδος]] [[οὐδέ]] τι [[κίκυς]] Od. 11, 393; H. h. Ven. 238; Aesch. fr. 216; nach den Schol. ἡ μετὰ δυνάμεως [[κίνησις]]; man leitete es von κίω ab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1438.png Seite 1438]] ἡ, od. richtiger mit Bekker [[κῖκυς]] geschrieben, wie der Vers des Aesch. frg. 211 zeigt: σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι [[κῖκυς]] οὐδ' αἱμόῤῥυτοι φλέβες; die [[Kraft]], Spannkraft, οὐ γάρ οἱ ἔτ' ἦν ἲς [[ἔμπεδος]] [[οὐδέ]] τι [[κίκυς]] Od. 11, 393; H. h. Ven. 238; Aesch. fr. 216; nach den Schol. ἡ μετὰ δυνάμεως [[κίνησις]]; man leitete es von κίω ab.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κῑκυς, ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[δύναμη]], [[ενεργητικότητα]] («σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι κῑκυς οὐδ' αἱμόρρυτοι φλέβες» — δεν έχεις [[δύναμη]] [[μέσα]] σου [[ούτε]] τρέχει στις φλέβες σου [[αίμα]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[είναι]] πιθ. προελληνικής προελεύσεως, ενώ, κατ' άλλους, προέρχεται από ένα επίθ. <i>κικFός</i> «[[ισχυρός]]», που σχηματίστηκε πιθ. από κύρια ον., [[είναι]] όπως τα <i>Κῖκος</i>, <i>Κίκων</i>, <i>Κίκκων</i>].
|mltxt=κῑκυς, ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[δύναμη]], [[ενεργητικότητα]] («σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι κῑκυς οὐδ' αἱμόρρυτοι φλέβες» — δεν έχεις [[δύναμη]] [[μέσα]] σου [[ούτε]] τρέχει στις φλέβες σου [[αίμα]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[είναι]] πιθ. προελληνικής προελεύσεως, ενώ, κατ' άλλους, προέρχεται από ένα επίθ. <i>κικFός</i> «[[ισχυρός]]», που σχηματίστηκε πιθ. από κύρια ον., [[είναι]] όπως τα <i>Κῖκος</i>, <i>Κίκων</i>, <i>Κίκκων</i>].
}}
}}

Revision as of 10:08, 6 January 2021

German (Pape)

[Seite 1438] ἡ, od. richtiger mit Bekker κῖκυς geschrieben, wie der Vers des Aesch. frg. 211 zeigt: σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι κῖκυς οὐδ' αἱμόῤῥυτοι φλέβες; die Kraft, Spannkraft, οὐ γάρ οἱ ἔτ' ἦν ἲς ἔμπεδος οὐδέ τι κίκυς Od. 11, 393; H. h. Ven. 238; Aesch. fr. 216; nach den Schol. ἡ μετὰ δυνάμεως κίνησις; man leitete es von κίω ab.

Greek Monolingual

κῑκυς, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) δύναμη, ενεργητικότητα («σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι κῑκυς οὐδ' αἱμόρρυτοι φλέβες» — δεν έχεις δύναμη μέσα σου ούτε τρέχει στις φλέβες σου αίμα, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. προελληνικής προελεύσεως, ενώ, κατ' άλλους, προέρχεται από ένα επίθ. κικFός «ισχυρός», που σχηματίστηκε πιθ. από κύρια ον., είναι όπως τα Κῖκος, Κίκων, Κίκκων].