ἀνταποφαίνω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "shew" to "show") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[ | |mdlsjtxt=<br />to [[show]] on the [[other]] [[hand]], Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:55, 6 January 2021
English (LSJ)
A show on the other hand, Th.3.38,67.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen zeigen, beweisen, Thuc. ἀνταποφῆναι 3, 48; τὴν ἡλικίαν δεινότερα παθοῦσαν 3, 67. – Med., seine Meinung dagegen aussprechen, Clem. Al. γνώμην, wie Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποφαίνω: ἀνταποδεικνύω, ἀποδεικνύω τὸ ἐναντίον, Θουκ. 3. 38, 67: - Μέσ., ἀποφαίνομαι ἐναντίαν γνώμην, ἰσχυρίζομαι ἐκ τοῦ ἐναντίου, Κλήμ. Ἀλ. 891.
French (Bailly abrégé)
exposer à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἀποφαίνω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 contradecir, oponerse a τὸ πάνυ δοκοῦν ἀνταποφαίνεις ὡς οὐκ ἔγνωσται demuestras que lo acordado no representa la opinión general Th.3.38.
2 en v. med. mostrar a su vez τὴν ... ἡλικίαν Th.3.67, γνώμην I.AI 19.178
•tb. en v. act. ἀνταποφαίνει τοὺς ... ἐπάγοντας τὴν ἀράν Cyr.Al.M.73.769D.
II intr. en v. med. estar en desacuerdo, mostrar una opinión contraria Pall.V.Chrys.9 (M.47.30), ἐπ' ἴσης Clem.Al.Strom.7.16.95, 8.1.4.
Greek Monolingual
ἀνταποφαίνω (Α)
1. αποδεικνύω το αντίθετο
2. μέσ. (-ομαι) εκφέρω αντίθετη γνώμη, ισχυρίζομαι το αντίθετο.
Greek Monotonic
ἀνταποφαίνω: μέλ. -φᾰνῶ, αποδεικνύω, καταδεικνύω από την άλλη μεριά, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταποφαίνω: доказывать со своей стороны, приводить обратное доказательство: ἡμεῖς ἀνταποφαίνομεν … Thuc. мы же, наоборот, утверждаем ….