νώνυμνος: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
(1ba) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=νώνυμνος | |||
|Medium diacritics=νώνυμνος | |||
|Low diacritics=νώνυμνος | |||
|Capitals=ΝΩΝΥΜΝΟΣ | |||
|Transliteration A=nṓnymnos | |||
|Transliteration B=nōnymnos | |||
|Transliteration C=nonymnos | |||
|Beta Code=nw/numnos | |||
|Definition=v. [[νώνυμος]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0273.png Seite 273]] poet. = Folgdm (ν ist eingeschoben, um die von Natur kurze Penultima durch Position lang zu machen, vgl. [[δίδυμνος]], [[ἀπάλαμνος]]); νωνύμνους ἀπ ολέσθαι, Il. 12, 70, vgl. 14, 70; Od. 1, 222; Hes. O. 156; [[πρόσθε]] [[νώνυμνος]], Pind. Ol. 11, 53; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 982. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0273.png Seite 273]] poet. = Folgdm (ν ist eingeschoben, um die von Natur kurze Penultima durch Position lang zu machen, vgl. [[δίδυμνος]], [[ἀπάλαμνος]]); νωνύμνους ἀπ ολέσθαι, Il. 12, 70, vgl. 14, 70; Od. 1, 222; Hes. O. 156; [[πρόσθε]] [[νώνυμνος]], Pind. Ol. 11, 53; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 982. |
Revision as of 10:37, 31 January 2021
English (LSJ)
v. νώνυμος.
German (Pape)
[Seite 273] poet. = Folgdm (ν ist eingeschoben, um die von Natur kurze Penultima durch Position lang zu machen, vgl. δίδυμνος, ἀπάλαμνος); νωνύμνους ἀπ ολέσθαι, Il. 12, 70, vgl. 14, 70; Od. 1, 222; Hes. O. 156; πρόσθε νώνυμνος, Pind. Ol. 11, 53; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 982.
Greek (Liddell-Scott)
νώνυμνος: -ον, Ἐπικ. τύπος παράλληλος τῷ νώνῠμος, ἐν χρήσει ὅταν ἡ παραλήγουσα ἀναγκαίως πρέπῃ νὰ εἶναι μακρὰ (ὡς δίδυμνος ἀντὶ δίδυμος, ἀπάλαμνος ἀντὶ ἀπάλαμος), νωνύμνους ἀπολέσθαι ἀπ’ Ἄργεος Ἰλ. Μ. 70, Ν. 227., Ξ. 70· γενεήν γε θεοὶ ν. ὀπίσσω θῆκαν Ὀδ. Α. 222, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 153· πρόσθε ν. Πινδ. Ο. 11 (10). 61.
English (Slater)
νώνυμνος
1 nameless καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: νώνυμος, νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) (O. 10.51)
Greek Monolingual
νώνυμ(ν)ος, -ον (Α)
1. ανώνυμος, αφανής, άσημος («γενεήν γε θεοὶ νώνυμον ὀπίσσω θῆκαν», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που δεν έχει όνομα, ανώνυμος
3. αυτός που αγνοεί το όνομα κάποιου («οὐδέ τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῡς νώνυμος ἠέλιος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νώνυμος < στερητ. πρόθημα νη- + -ώνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. του όνομα), πρβλ. αν-ώνυμος. Ο τ. νώνυμνος είναι επικός και χρησιμοποιείται όταν για μετρικούς λόγους η παραλήγουσα πρέπει να είναι μακρά (πρβλ. δίδυμος— δίδυμνος, απάλαμος—απάλαμνος). Το -ω-τών τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
νώνυμνος: -ον, Επικ. αντί νώνῠμος· χρησιμ. όταν η παραλήγουσα αναγκαστικά πρέπει να είναι μακρά, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
νώνυμνος: Hom., Hes., Pind. = νώνυμος.
Middle Liddell
νώνυμνος, ον, [epic for νώνῠμος, used when the penult. is to be long, Hom., Hes.]