διττός: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(4) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=διττός | |||
|Medium diacritics=διττός | |||
|Low diacritics=διττός | |||
|Capitals=ΔΙΤΤΟΣ | |||
|Transliteration A=dittós | |||
|Transliteration B=dittos | |||
|Transliteration C=dittos | |||
|Beta Code=ditto/s | |||
|Definition=v. [[δισσός]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0644.png Seite 644]] att. = [[δισσός]]. Ebenso διττάκις u. ä. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0644.png Seite 644]] att. = [[δισσός]]. Ebenso διττάκις u. ä. |
Revision as of 10:38, 31 January 2021
English (LSJ)
v. δισσός.
German (Pape)
[Seite 644] att. = δισσός. Ebenso διττάκις u. ä.
Greek (Liddell-Scott)
διττός: κτλ.· ἴδε ἐν λ. δισσ-.
French (Bailly abrégé)
att. c. δισσός.
Spanish (DGE)
v. δισσός.
Greek Monolingual
και δισσός, -ή, -ό (AM διττός και δισσός, -ή, -όν)
1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη
2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές
3. διφορούμενος, ασαφής
αρχ.
1. στον πληθ. δύο
2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις διπλούν, διπλός
3. αυτός που διαφωνεί
4. το ουδ. ως ουσ. το διττόν, -σσόν
ασάφεια, αμφιβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) διχ- του δίχα. Ο τ. διττός είναι της αττικής διαλέκτου.
ΠΑΡ. αρχ. δισσάκις, δισσαχῄ, δισσαχού.
ΣΥΝΘ. δισσογραφία, δισσολογία
αρχ.
δισσάρχης, δισσόγλωσσος, δισσογονώ, δισσογραφούμαι, δισσόπους, δισσότοκος, δισσοτόκος, δισσοφυής
αρχ.-μσν.
δισσολογώ
νεοελλ.
διττάγκιστρο, διττόκλιτος].
Greek Monotonic
διττός: Αττ. αντί δισσός.