λαμπροφωνία: Difference between revisions
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(1ba) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=λαμπροφωνία | |||
|Medium diacritics=λαμπροφωνία | |||
|Low diacritics=λαμπροφωνία | |||
|Capitals=ΛΑΜΠΡΟΦΩΝΙΑ | |||
|Transliteration A=lamprophōnía | |||
|Transliteration B=lamprophōnia | |||
|Transliteration C=lamprofonia | |||
|Beta Code=lamprofwni/a | |||
|Definition=v. sub [[λαμπρόφωνος]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0013.png Seite 13]] ἡ, helle, laute Stimme des Herolds, Her. 6, 60; Plut. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0013.png Seite 13]] ἡ, helle, laute Stimme des Herolds, Her. 6, 60; Plut. u. a. Sp. |
Revision as of 10:46, 31 January 2021
English (LSJ)
v. sub λαμπρόφωνος.
German (Pape)
[Seite 13] ἡ, helle, laute Stimme des Herolds, Her. 6, 60; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voix claire ou forte.
Étymologie: λαμπρόφωνος.
Greek Monolingual
λαμπροφωνία, ιων. τ. λαμπροφωνίη, ἡ (Α) λαμπρόφωνος
το να έχει κάποιος λαμπρή, δυνατή και ευκρινή φωνή («οὐ κατὰ λαμπροφωνίην ἐπιτιθέμενοι ἄλλοι σφέας παρακλήιουσι», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
λαμπροφωνία: Ιων. λαμπροφωνίη, ἡ, ευκρίνεια και ηχηρότητα φωνής, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
λαμπροφωνία: ион. λαμπροφωνίη ἡ чистота голоса, ясный голос (sc. τῶν κηρύκων Her.).
Middle Liddell
λαμπροφωνία, ἡ,
clearness and loudness of voice, Hdt. [from λαμπρόφωνος