σφονδυλοδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ί¯" to "ῑ́")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σφονδῠλο-δί¯νητος, ον,<br />twirled on a [[spindle]], Anth.
|mdlsjtxt=σφονδῠλο-δῑ́νητος, ον,<br />twirled on a [[spindle]], Anth.
}}
}}

Revision as of 12:20, 9 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφονδῠλοδίνητος Medium diacritics: σφονδυλοδίνητος Low diacritics: σφονδυλοδίνητος Capitals: ΣΦΟΝΔΥΛΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: sphondylodínētos Transliteration B: sphondylodinētos Transliteration C: sfondylodinitos Beta Code: sfondulodi/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, A twirled by the spindle's whorl, νῆμα AP 6.247 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

σφονδῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, ὁ περιστρεφόμενος περὶ ἄτρακτον, σφονδυλοδινήτῳ νήματι Ἀνθ. Π. 6. 247, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné en fuseau.
Étymologie: σφόνδυλος, δινέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιστρέφεται με τη δίνη του σφονδύλου, του σφοντυλιού («δακτυλότριπτον ἄτρακτον σφονδυλοδινήτῳ νήματι νηχόμενον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστρο-δίνητος].

Greek Monotonic

σφονδῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται γύρω από την άτρακτο (τη ρόκα) κατά το γνέσιμο του μαλλιού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σφονδῠλοδίνητος: (ῑ) намотанный на веретено (νῆμα Anth.).

Middle Liddell

σφονδῠλο-δῑ́νητος, ον,
twirled on a spindle, Anth.