κραντήρ: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krantir | |Transliteration C=krantir | ||
|Beta Code=kranth/r | |Beta Code=kranth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ, (κραίνω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ | |Definition=ῆρος, ὁ, ([[κραίνω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> one that [[accomplish]]es: [[κραντῆρες]], [[οἱ]], [[wisdom-teeth]], which come last and [[complete]] the [[set]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>501b25</span> ([[κριτῆρες]] cited by <span class="bibl"><span class="title">EM</span>742.37</span>), <span class="bibl">Poll.2.93</span>: generally, [[teeth]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span> 447</span> (sg.), <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>51</span>: in sg., a [[boar]]'s [[tusk]], Lyc.833. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ruler]], κραντῆρα βοῶν ταῦρον <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>313</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:47, 9 March 2021
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (κραίνω) A one that accomplishes: κραντῆρες, οἱ, wisdom-teeth, which come last and complete the set, Arist. HA501b25 (κριτῆρες cited by EM742.37), Poll.2.93: generally, teeth, Nic.Th. 447 (sg.), Ruf.Onom.51: in sg., a boar's tusk, Lyc.833. II ruler, κραντῆρα βοῶν ταῦρον Orph.A.313.
Greek (Liddell-Scott)
κραντήρ: ῆρος, ὁ, (κραίνω), ὁ ἐπιτελῶν ἢ ἐκτελῶν· ― κραντῆρες, οἱ, Λατ. genuini, οἱ σωφρονιστῆρες ὀδόντες οἱ τελευταῖοι φυόμενοι καὶ συμπληροῦντες τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 4, Πολυδ. Β΄, 93. καλούμενοι καὶ κριτῆρες, κριταί, Ἐτυμ. Μέγ. 742. 37, Ἡσύχ.· καθόλου, ὀδόντες, Νικ. Θ. 447· ἐν τῷ ἑνικ. ὀδοὺς κάπρου, Λυκόφρ. 833. ΙΙ. ὁ κυβερνῶν, κυβερνήτης, μόνον ἐν τῷ θηλ. τύπῳ κράντειρα, Ἀνθ. Πλαν. 220.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
I. qui achève, qui accomplit ; chef ORPH;
II. subst. 1 οἱ κραντῆρες dents machelières, dents de sagesse ; dents en gén.
2 défense de sanglier.
Étymologie: κραίνω.
Syn. 2) στόρθυγξ, χαυλιόδων.
Greek Monolingual
κραντήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κραίνω (Ι)]
1. αυτός που τελειώνει κάτι
2. άρχοντας, ηγεμόνας
3. δόντι
4. στον πληθ. οἱ κραντήρες
τα τελευταία δόντια που βγάζει ο άνθρωπος, οι φρονιμήτες, οι σωφρονιστήρες («φαίνονται δὲ οἱ τελευταῑοι τοῑς ἀνθρώποις γομφίοι, οὓς καλοῡσι κραντῆρας, περὶ τὰ εἴκοσιν ἔτη καὶ ἀνδράσι καὶ γυναιξίν», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
κραντήρ: -ῆρος, ὁ (κραίνω), κάποιος που εκτελεί, περατώνει· κυβερνήτης, άρχοντας, ηγεμόνας, θηλ. κράντειρα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κραντήρ: ῆρος ὁ κραίνω зуб мудрости (οἱ τελευταῖοι γόμφιοι, οὓς καλοῦσι κραντῆρας Arst.).
Middle Liddell
κραντήρ, ῆρος, κραίνω
one that accomplishes: a ruler, sovereign, fem. κράντειρα, Anth.