ὑπερέρχομαι: Difference between revisions
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] από [[πάνω]] («[[μέχρι]] ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς | |mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] από [[πάνω]] («[[μέχρι]] ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῡ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξεπερνώ]] [[αρρώστια]], [[επιζώ]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:57, 25 March 2021
English (LSJ)
aor. 2 -ῆλθον, pf. -ελήλυθα:—A pass over, cross, τὰς πηγὰς τοῦ ποταμοῦ X.An.4.4.3; τὰ ὄρη Ael.NA16.21; τὴν θάλατταν J. AJ3.1.5. II surpass, excel, ἀρεταῖς Pi.O.13.15. III overcome or survive a disease, ἢν ταύτην ὑπερέλθῃ ὁ νοσέων Aret.SA1.10.
German (Pape)
[Seite 1195] (s. ἔρχομαι), darüber kommen, hinausgehen; ὑπερελθόντων ἐν ἀέθλοις, Pind. Ol. 13, 15; Xen. An. 4, 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερέρχομαι: περῶ ἄνωθεν, ἀποθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· μέχρι ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ Ξεν. Ἀν. 4. 4, 3· τὰ ὄρη Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· τὴν θάλατταν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 1, 5, ΙΙ. ὑπερέχω, ἐξέχω, ἀρεταῖς Πινδ. Ο. 13. 20.
French (Bailly abrégé)
passer par-dessus, franchir, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ἔρχομαι.
English (Slater)
ὑπερέρχομαι
1 surpass νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν ἄκραις ἀρεταῖς ὑπερελθόντων ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις (gen. abs.) (O. 13.15)
Greek Monolingual
Α
(αποθ.)
1. περνώ από πάνω («μέχρι ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῡ», Ξεν.)
2. ξεπερνώ αρρώστια, επιζώ
3. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ.
Greek Monotonic
ὑπερέρχομαι: αποθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.·
I. περνώ πάνω από ένα ποτάμι, με αιτ., σε Ξεν.
II. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερέρχομαι:
1) переходить (τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ Xen.);
2) превосходить, превышать (ἀρεταῖς ἔν τινι Pind.).
Middle Liddell
I. Dep. with aor2 and perf. act.:— to pass over a river, c. acc., Xen.
II. to surpass, excel, Pind.