μισθώνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ μισθῶ, -όω, Μ και [[μισθώνω]] και μιστώνω) [[μισθός]]<br /><b>1.</b> [[πληρώνω]] [[ενοίκιο]] για [[κάτι]], [[χρησιμοποιώ]] ως [[ενοικιαστής]] [[κάτι]] καταβάλλοντας [[ενοίκιο]] στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το [[διαμέρισμα]] με 30.000 δραχμές τον [[μήνα]]»<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] με [[μισθό]], με [[ενοίκιο]] [[κάτι]], [[νοικιάζω]] σε κάποιον [[κάτι]] ως [[ιδιοκτήτης]], [[εκμισθώνω]] («μίσθωσα το [[σπίτι]] σε συντοπίτη μου»)<br /><b>3.</b> [[προσλαμβάνω]] κάποιον με [[μισθό]] («μίσθωσα εργάτες»)<br /><b>μσν.</b><br />[[ναυλώνω]] [[πλοίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «μισθῶ ἐμαυτόν τινι» — [[προσφέρω]] σε κάποιον τις υπηρεσίες μου με [[μισθό]]<br />β) «μισθῶ ἐμαυτὸν ἐπὶ τι» — προσλαμβάνομαι με [[μισθό]] για κάποιο σκοπό<br />γ) «μισθοῡμαι τινα εἴς τι» — [[προσλαμβάνω]] κάποιον με [[μισθό]] για κάποιο σκοπό («ἐξῆλθεν ἅμα [[πρωΐ]] μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) «μισθοῡμαι [[ὑπέρ]] τινος» — [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]] με κάποιον, συμβάλλομαι για [[κάτι]]<br />ε) «μισθοῡμαι ἐπὶ τινι»<br />i) (για [[σπίτι]]) νοικιάζομαι με [[συμφωνία]], με [[συμβόλαιο]]<br />ii) (για μισθοφόρο) πληρώνομαι για τις υπηρεσίες που [[παρέχω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ μισθωσάμενος</i><br />αυτός που ήλθε σε [[συμφωνία]] για [[κάτι]], ο συμβεβλημένος.
|mltxt=(ΑΜ μισθῶ, -όω, Μ και [[μισθώνω]] και μιστώνω) [[μισθός]]<br /><b>1.</b> [[πληρώνω]] [[ενοίκιο]] για [[κάτι]], [[χρησιμοποιώ]] ως [[ενοικιαστής]] [[κάτι]] καταβάλλοντας [[ενοίκιο]] στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το [[διαμέρισμα]] με 30.000 δραχμές τον [[μήνα]]»<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] με [[μισθό]], με [[ενοίκιο]] [[κάτι]], [[νοικιάζω]] σε κάποιον [[κάτι]] ως [[ιδιοκτήτης]], [[εκμισθώνω]] («μίσθωσα το [[σπίτι]] σε συντοπίτη μου»)<br /><b>3.</b> [[προσλαμβάνω]] κάποιον με [[μισθό]] («μίσθωσα εργάτες»)<br /><b>μσν.</b><br />[[ναυλώνω]] [[πλοίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «μισθῶ ἐμαυτόν τινι» — [[προσφέρω]] σε κάποιον τις υπηρεσίες μου με [[μισθό]]<br />β) «μισθῶ ἐμαυτὸν ἐπὶ τι» — προσλαμβάνομαι με [[μισθό]] για κάποιο σκοπό<br />γ) «μισθοῦμαι τινα εἴς τι» — [[προσλαμβάνω]] κάποιον με [[μισθό]] για κάποιο σκοπό («ἐξῆλθεν ἅμα [[πρωΐ]] μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) «μισθοῦμαι [[ὑπέρ]] τινος» — [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]] με κάποιον, συμβάλλομαι για [[κάτι]]<br />ε) «μισθοῦμαι ἐπὶ τινι»<br />i) (για [[σπίτι]]) νοικιάζομαι με [[συμφωνία]], με [[συμβόλαιο]]<br />ii) (για μισθοφόρο) πληρώνομαι για τις υπηρεσίες που [[παρέχω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ μισθωσάμενος</i><br />αυτός που ήλθε σε [[συμφωνία]] για [[κάτι]], ο συμβεβλημένος.
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ μισθῶ, -όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) μισθός
1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα»
2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι, νοικιάζω σε κάποιον κάτι ως ιδιοκτήτης, εκμισθώνω («μίσθωσα το σπίτι σε συντοπίτη μου»)
3. προσλαμβάνω κάποιον με μισθό («μίσθωσα εργάτες»)
μσν.
ναυλώνω πλοίο
αρχ.
1. φρ. α) «μισθῶ ἐμαυτόν τινι» — προσφέρω σε κάποιον τις υπηρεσίες μου με μισθό
β) «μισθῶ ἐμαυτὸν ἐπὶ τι» — προσλαμβάνομαι με μισθό για κάποιο σκοπό
γ) «μισθοῦμαι τινα εἴς τι» — προσλαμβάνω κάποιον με μισθό για κάποιο σκοπό («ἐξῆλθεν ἅμα πρωΐ μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ», Ηρόδ.)
δ) «μισθοῦμαι ὑπέρ τινος» — έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον, συμβάλλομαι για κάτι
ε) «μισθοῦμαι ἐπὶ τινι»
i) (για σπίτι) νοικιάζομαι με συμφωνία, με συμβόλαιο
ii) (για μισθοφόρο) πληρώνομαι για τις υπηρεσίες που παρέχω
2. (η μτχ. αρσ. παθ. αορ. ως ουσ.) ὁ μισθωσάμενος
αυτός που ήλθε σε συμφωνία για κάτι, ο συμβεβλημένος.