μήτοι: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μήτοι]] και μή τοι (Α)<br /><b>1.</b> ισχυρότερος [[τύπος]] του μη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> [[μήτοι]] γε</i><br />[[τουλάχιστον]] όχι («[[μήτοι]] καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα | |mltxt=[[μήτοι]] και μή τοι (Α)<br /><b>1.</b> ισχυρότερος [[τύπος]] του μη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> [[μήτοι]] γε</i><br />[[τουλάχιστον]] όχι («[[μήτοι]] καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῖν», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:35, 27 March 2021
English (LSJ)
or μή τοι, stronger form of μή, with imper. and subj., A μή τοι δοκεῖτε A.Pr.436, cf. S.OC1407, 1439, Ant.544, etc.; in an oath, c. inf., A.Eu.765: in Pl.folld. by γε, at least not, R.352c, 388b. 2 after Verbs implying negation, ὅς σ' ἐπεῖχ' ὰεὶ μή τοι… αἰσχύνειν φίλους S.El.518.
German (Pape)
[Seite 179] nicht doch, mit nichten, keinesweges, Hesiod. u. Folgende; nach ὁρκωμοτήσας, Aesch. Eum. 735; μή τοί με πρὸς θεῶν ἀτιμάσητε, Soph. O. C. 1409, wie Ant. 540; ἣ αὐτοὺς ἐποίει μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῖν, Plat. Rep. I, 352 c, vgl. III, 388 b Phil. 67 a; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μήτοι: ἢ μή τοι, τύπος ἰσχυρότερος τοῦ μή, μετὰ προστ. καὶ ὑποτακτ., μή τοι δοκεῖτε Αἰσχύλ. Πρ. 436, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1407, 1438, Ἀντ. 544, κτλ.· ἐπὶ ὅρκου, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 765· παρὰ Πλάτ., ἑπομένου γε, Πολ. 352C, 382Β. 2) κατόπιν ῥημάτων δηλούντων ἄρνησιν, Σοφ. Ἠλ. 518.
French (Bailly abrégé)
v. μή in fine.
Greek Monolingual
μήτοι και μή τοι (Α)
1. ισχυρότερος τύπος του μη
2. φρ. μήτοι γε
τουλάχιστον όχι («μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῖν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μήτοι: ή μήτοι, επιτετ. τύπος του μή, με προστ. και υποτ.,
1. μή τοι δοκεῖτε, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε όρκο, με απαρ., στον ίδ.
2. μετά από ρήματα που υποδηλώνουν άρνηση, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
μήτοι: = μή τοι (см. μή).
Middle Liddell
1. μή-τοι or μή, τοι, stronger form of μή, with Imperat.and Subj., μή τοι δοκεῖτε Aesch., etc.: in an oath, with inf., Aesch.
2. after Verbs implying negation, Soph.