ἐφυβρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφυβρίζω]] (ΑΜ)<br />φέρομαι υβριστικά, αλαζονικά [[προς]] κάποιον («ἐφυβρίζων εἵλετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐφυβρίζομαι</i><br />με την [[ίδια]] [[σημασία]] («κἀκεῑνο κέκριται, μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαίρω]] με τις ατυχίες του άλλου, [[χαιρεκακώ]], [[επιχαίρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὑβρίζω]].
|mltxt=[[ἐφυβρίζω]] (ΑΜ)<br />φέρομαι υβριστικά, αλαζονικά [[προς]] κάποιον («ἐφυβρίζων εἵλετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐφυβρίζομαι</i><br />με την [[ίδια]] [[σημασία]] («κἀκεῖνο κέκριται, μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαίρω]] με τις ατυχίες του άλλου, [[χαιρεκακώ]], [[επιχαίρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὑβρίζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφυβρίζω Medium diacritics: ἐφυβρίζω Low diacritics: εφυβρίζω Capitals: ΕΦΥΒΡΙΖΩ
Transliteration A: ephybrízō Transliteration B: ephybrizō Transliteration C: efyvrizo Beta Code: e)fubri/zw

English (LSJ)

A insult over one, ἐφυβρίζων ἕλετο Il.9.368: c. dat., S. Aj.1385: c.acc., τὴν ἀμαθίαν ὑμῶν Plu.2.579c, cf. APl.1.4 (also Med., μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς E.Ph.1663): with neut. Adj., πολλὰ ἐ. τινά Id.Heracl.947; τὰ δεινὰ πόλει Id.Ph. 179; εἰς ἀδελφὸν οἷ' ἐφύβρισας Id.Andr.624; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ . . they gave vent to insulting language, asking especially whether... Th.6.63. II exult maliciously, S.Aj.955 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1123] sich übermüthig gegen Jem. betragen, ihn schmähen u. beschimpfen; absol., Il. 9, 368 u. Sp.; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ ἥκοιεν, sie höhnten auf andere Weise u. durch die Frage, ob, Thuc. 6, 63; θανόντι Soph. Ai. 1364; ὃς τὰ δεινὰ τῇδ' ἐφυβρίζει πόλει Eur. Phoen. 180; Plut.; – εἴς τινα, Eur. Andr. 625; – τινά, Eur. Heracl. 948; Plut. z. B. τὴν ἀμαθίαν, verhöhnen, de gen. Socr. 7; κελαινώπαν θυμὸν ἐφυβρίζει ἀνήρ, er zeigt höhnend sein schwarzes Herz, Soph. Ai. 934. – Pass., μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς Eur. Phoen. 1663.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφυβρίζω: ὑβρίζω, φέρομαι ὑβριστικῶς πρός τινα, γέρας δέ μοι, ὅσπερ ἔδωκεν, αὖθις ἐφυβρίζων ἕλετο κρείων Ἀγαμέμνων Ἰλ. Ι. 368· μετὰ δοτ., Σοφ. Αἴ. 1385· μετ’ αἰτ., Ἀνθ. Πλαν. 4. οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ μή ᾿φυβρίζεσθαι νεκροὺς Εὐρ. Φοίν. 1663· συχνάκις προστίθεται οὐδ. ἐπίθετον, πολλὰ ἐφυβρίζειν τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 947· τὰ δεινά τινι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 180· εἰς ἀδελφὸν οἷ’ ἐφύβρισας ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 624· ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ..., μετεχειρίζοντο ὑβριστικὴν γλῶσσαν ἐρωτῶντες πρὸ πάντων ἂν…, Θουκ. 6. 63. ΙΙ. ὡς τὸ ἐπιχαιρεκακέω, χαίρω ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασιν ἄλλου, Σοφ. Αἴ. 954, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.

French (Bailly abrégé)

1 insulter, outrager : τινι qqn ; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ THC entre autres paroles injurieuses, ils se demandaient si…;
2 triompher avec insolence de, acc..
Étymologie: ἐπί, ὑβρίζω.

English (Autenrieth)

only part., insultingly, Il. 9.368†.

Greek Monolingual

ἐφυβρίζω (ΑΜ)
φέρομαι υβριστικά, αλαζονικά προς κάποιον («ἐφυβρίζων εἵλετο», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. μέσ. ἐφυβρίζομαι
με την ίδια σημασία («κἀκεῖνο κέκριται, μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς», Ευρ.)
2. χαίρω με τις ατυχίες του άλλου, χαιρεκακώ, επιχαίρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑβρίζω.

Greek Monotonic

ἐφυβρίζω: μέλ. -σω,
I. προσβάλλω, εξυβρίζω κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., σε Σοφ.· με αιτ. στη Μέσ., μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς, σε Ευρ.· ἐφύβριζαν ἄλλα τε καὶ εἰ, χρησιμοποιούσαν υβριστική γλώσσα, ιδίως με το να ρωτούν, σε Θουκ.
II. χαίρομαι με την δυστυχία του άλλου, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφυβρίζω:
1) высокомерно обращаться, нагло вести себя: γέρας μοι ἐφυβρίζων ἕλετο Ἀγαμέμων Hom. награду у меня нагло отнял Агамемнон;
2) глумиться, издеваться (τινί Soph., Eur., Plut., τινά и τι Eur., Plut. и εἴς τινα Eur.): κελαινώπαν θυμὸν ἐ. Soph. злобно издеваться;
3) насмешливо спрашивать: ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ ἥκοιεν … Thuc. они также насмехаясь спрашивали, не пришли ли те (затем, чтобы …).

Middle Liddell

fut. σω
I. to insult over one, Il.; c. dat., Soph.; c. acc., in Mid., μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς Eur.; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ they used insulting language, asking especially whether, Thuc.
II. to exult maliciously over, Soph.