ενδιατρίβω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(11)
 
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνδιατρίβω]])<br /><b>1.</b> [[μένω]] [[κάπου]] για ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]] («Ἀννίβας... ἐνδιέτριβε τῇ παρὰ τὸν Ἀδρίαν χώρᾳ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[επιμένω]] στις λεπτομέρειες («διό μᾱλλον ἄν τις ἐνδιατρίψειε [[περί]] αὐτῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], [[επιμένω]], [[καταγίνομαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διαθέτω]] τον χρόνο μου, [[χρονοτριβώ]], [[χασομερώ]] («χρόνον ἐνδιατρίψας τέ τινα [[περί]] τήν Ῥώμην»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>2.</b> [[μακραίνω]] τον λόγο, [[περιττολογώ]].
|mltxt=(AM [[ἐνδιατρίβω]])<br /><b>1.</b> [[μένω]] [[κάπου]] για ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]] («Ἀννίβας... ἐνδιέτριβε τῇ παρὰ τὸν Ἀδρίαν χώρᾳ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[επιμένω]] στις λεπτομέρειες («διό μᾶλλον ἄν τις ἐνδιατρίψειε [[περί]] αὐτῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], [[επιμένω]], [[καταγίνομαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διαθέτω]] τον χρόνο μου, [[χρονοτριβώ]], [[χασομερώ]] («χρόνον ἐνδιατρίψας τέ τινα [[περί]] τήν Ῥώμην»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>2.</b> [[μακραίνω]] τον λόγο, [[περιττολογώ]].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐνδιατρίβω)
1. μένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («Ἀννίβας... ἐνδιέτριβε τῇ παρὰ τὸν Ἀδρίαν χώρᾳ», Πολ.)
2. (για λόγο) επιμένω στις λεπτομέρειες («διό μᾶλλον ἄν τις ἐνδιατρίψειε περί αὐτῶν», Αριστοτ.)
3. ασχολούμαι με κάτι, επιμένω, καταγίνομαι
αρχ.-μσν.
διαθέτω τον χρόνο μου, χρονοτριβώ, χασομερώ («χρόνον ἐνδιατρίψας τέ τινα περί τήν Ῥώμην»)
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) συναναστρέφομαι
2. μακραίνω τον λόγο, περιττολογώ.