ζάγκλον: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζάγκλον]], τὸ (Α)<br />[[δρεπάνι]] για [[θέρισμα]] («τὸ δὲ [[δρέπανον]] οἱ Σικελοὶ [[ζάγκλον]] καλοῡσι», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[ζάγκλη]]].
|mltxt=[[ζάγκλον]], τὸ (Α)<br />[[δρεπάνι]] για [[θέρισμα]] («τὸ δὲ [[δρέπανον]] οἱ Σικελοὶ [[ζάγκλον]] καλοῦσι», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[ζάγκλη]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:00, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάγκλον Medium diacritics: ζάγκλον Low diacritics: ζάγκλον Capitals: ΖΑΓΚΛΟΝ
Transliteration A: zánklon Transliteration B: zanklon Transliteration C: zagklon Beta Code: za/gklon

English (LSJ)

τό, A reaping-hook, sickle, Sicilian for δρέπανον, Th.6.4, cf. Call.Aet.Oxy.2080.73. (ζάγκλιον,= σκολιόν, acc. to Str.6.2.3.)

German (Pape)

[Seite 1135] τό, = Vor., nach Thuc. 6, 4 u. St. B. eigtl. sicilisch, wie ζάγκλιον, nach Strab. 6, 2, 3 = σκολιόν. Andere deuteten ἄγκλιον, = ἄγκυλον, u. erklärten so den Namen der Stadt Ζάγκλη.

Greek (Liddell-Scott)

ζάγκλον: τό, δρέπανον πρὸς θερισμόν, Λατ. falx, Θουκ. 6. 4· κατὰ τὸν Στράβ. 268. ζάγκλιον = σκολιὸν (καὶ ἑπομένως συγγενὲς τῷ ἀγκύλος)· καὶ ὁ Θουκ. 6. 4 λέγει ὅτι ἦτο λέξις Σικελικὴ ἀντὶ τοῦ δρέπανον· πρβλ. Κουρτ. Gr. Et. σ. 606.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
faucille.
Étymologie: DELG mot sicilien de Ζάγκλη = Messine, dont le port a une forme de faucille.

Greek Monolingual

ζάγκλον, τὸ (Α)
δρεπάνι για θέρισμα («τὸ δὲ δρέπανον οἱ Σικελοὶ ζάγκλον καλοῦσι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ζάγκλη].

Greek Monotonic

ζάγκλον: τό, δρεπάνι που χρησιμοποιείται κατά τον θερισμό, Λατ. falx· σικελική λέξη αντί δρέπανον, σε Θουκ. Απ' όπου Ζάγκλη, αρχαίο όνομα της Μεσσήνης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζάγκλον -ου, τό, Syr. voor δρέπανον, sikkel. Thuc. 6.4.5.

Russian (Dvoretsky)

ζάγκλον: τό серп (τὸ δρέπανον οἱ Σικελοὶ ζ. καλοῦσιν Thuc.).

Middle Liddell

ζάγκλον, ου, τό,
a reaping-hook or sickle, Lat. falx, Sicilian word for δρέπανον, Thuc. Hence Ζάγκλη, the ancient name for Messana.