κρεουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρεουργός''': -όν, ([[ἔργον]]) ὁ ἐργαζόμενος δηλ. κόπτων σάρκας· κρεουργὸν [[ἦμαρ]], [[ἡμέρα]] σφαγῆς θυμάτων καὶ εὐωχίας, [[ἡμέρα]] καθ’ ἣν [[μετὰ]] τὴν σφαγὴν διενέμοντο κρέατα, Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1592, πρβλ. βουθύτοις ἐν ἤμασιν Χοηφ. 261.· ― ὡς οὐσιαστ., [[κρεουργός]], ὁ, ὁ κόπτων [[κρέας]], [[κρεοπώλης]], Πολυδ. Ζ΄, 25.
|lstext='''κρεουργός''': -όν, ([[ἔργον]]) ὁ ἐργαζόμενος δηλ. κόπτων σάρκας· κρεουργὸν [[ἦμαρ]], [[ἡμέρα]] σφαγῆς θυμάτων καὶ εὐωχίας, [[ἡμέρα]] καθ’ ἣν μετὰ τὴν σφαγὴν διενέμοντο κρέατα, Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1592, πρβλ. βουθύτοις ἐν ἤμασιν Χοηφ. 261.· ― ὡς οὐσιαστ., [[κρεουργός]], ὁ, ὁ κόπτων [[κρέας]], [[κρεοπώλης]], Πολυδ. Ζ΄, 25.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:45, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεουργός Medium diacritics: κρεουργός Low diacritics: κρεουργός Capitals: ΚΡΕΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: kreourgós Transliteration B: kreourgos Transliteration C: kreourgos Beta Code: kreourgo/s

English (LSJ)

όν, A working, i.e. cutting up, meat: κρεουργὸν ἦμαρ a day of slaughter and feasting, A.Ag.1592. II Subst. κ., ὁ, butcher or carver, Poll. 7.25.

Greek (Liddell-Scott)

κρεουργός: -όν, (ἔργον) ὁ ἐργαζόμενος δηλ. κόπτων σάρκας· κρεουργὸν ἦμαρ, ἡμέρα σφαγῆς θυμάτων καὶ εὐωχίας, ἡμέρα καθ’ ἣν μετὰ τὴν σφαγὴν διενέμοντο κρέατα, Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1592, πρβλ. βουθύτοις ἐν ἤμασιν Χοηφ. 261.· ― ὡς οὐσιαστ., κρεουργός, ὁ, ὁ κόπτων κρέας, κρεοπώλης, Πολυδ. Ζ΄, 25.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui concerne le dépècement des viandes ; κρεουργὸν ἦμαρ ESCHL jour meurtrier.
Étymologie: κρέας, ἔργον.

Greek Monolingual

κρεουργός, -όν (Α)
1. αυτός που κόβει, που τεμαχίζει το κρέας
2. το αρσ. ως ουσ.κρεουργός
ο κρεοπώλης ή αυτός που διανέμει το κρέας
3. φρ. «κρεουργὸν ἦμαρ» — η ημέρα κατά την οποία γινόταν σφαγή ζώων για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. γενεσι-ουργός, σιδηρ-ουργός].

Greek Monotonic

κρεουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που εργάζεται, δηλ. κόβει κρέας, κρεουργὸν ἦμαρ, μέρα ξεφαντώματος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κρεουργός: разрубающий мясо на куски: κρεουργὸν ἦμαρ Aesch. день кровавого пиршества (когда Атрей, чтобы отомстить брату своему Тиесту, пытался накормить его на пиру телом убитых сыновей последнего).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεουργός -όν [κρέας, ἔργον] vlees snijdend:. κρεουργὸν ἦμαρ dag van het slachtfeest Aeschl. Ag. 1592.

Middle Liddell

κρε-ουργός, όν [*ἔργω
working, i. e. cutting up meat, κρεουργὸν ἦμαρ a day of feasting, Aesch.