μναστήρ: Difference between revisions
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[μναστήρ]] (-ήρ, -ῆρ(α), -ῆρες, -ῆρας.) <br /> <b>a</b> [[courting]] ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors (O. 1.80) pro subs., [[ἔβαν]] Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου | |sltr=[[μναστήρ]] (-ήρ, -ῆρ(α), -ῆρες, -ῆρας.) <br /> <b>a</b> [[courting]] ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors (O. 1.80) pro subs., [[ἔβαν]] Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) met., c. gen., ὤπασε δὲ [[Κρονίων]] πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον in [[love]] [[with]] (N. 1.16) <br /> <b>b</b> [[incentive]] [[for]], [[summons]] to c. gen. (v. E. Fraenkel, Nom. ag., I 153̆{6}) κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (P. 12.24) μναστὴρ στεφάνων (sc. [[ἀγών]]) fr. 20, cf. fr. 19. f. adj., [[ὅστις]] ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (τὴν μνήμην ἐμποιοῦσαν τῆς Ἀφροδίτας. Σ.) (I. 2.5) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:50, 20 April 2021
English (LSJ)
μνάστειρα, μνᾶστις, v. μνηστ-. μνέα, A v. μνᾶ.
German (Pape)
[Seite 194] ὁ, u. μνάστειρα, ἡ, dor, = μνηστήρ u. μνήστειρα. Bei Hesych. auch ein Monatsname.
Greek (Liddell-Scott)
μναστήρ: ὁ, θηλ. μνάστειρα καὶ μνᾶστις, ἡ, Δωρ. ἀντὶ μνηστήρ.
English (Slater)
μναστήρ (-ήρ, -ῆρ(α), -ῆρες, -ῆρας.)
a courting ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors (O. 1.80) pro subs., ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) met., c. gen., ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον in love with (N. 1.16)
b incentive for, summons to c. gen. (v. E. Fraenkel, Nom. ag., I 153̆{6}) κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (P. 12.24) μναστὴρ στεφάνων (sc. ἀγών) fr. 20, cf. fr. 19. f. adj., ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (τὴν μνήμην ἐμποιοῦσαν τῆς Ἀφροδίτας. Σ.) (I. 2.5)
Greek Monolingual
μναστήρ, ο, θηλ. μνάστειρα (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μνηστήρας.
Greek Monotonic
μναστήρ: ὁ, θηλ. μνάστειρα, μνᾶστις, Δωρ. αντί μνηστ-.