παράμεσος: Difference between revisions
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράμεσος''': -ον, ὁ πλησίον τοῦ μέσου, [[δάκτυλος]] Πολυδ. Β΄, 145, Γαλην. ΙΙ. παρᾰμέση (ἐξυπακ. [[χορδή]]), ἡ, ἡ χορδὴ ἡ | |lstext='''παράμεσος''': -ον, ὁ πλησίον τοῦ μέσου, [[δάκτυλος]] Πολυδ. Β΄, 145, Γαλην. ΙΙ. παρᾰμέση (ἐξυπακ. [[χορδή]]), ἡ, ἡ χορδὴ ἡ μετὰ τὴν μέσην, Ἀριστ. Προβλ. 1947· πρβλ. [[παρανήτη]], [[παρυπάτη]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[παράμεσος]], -έση, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στο [[μέσο]], στο [[κέντρο]] («[[παράμεσος]] [[δάκτυλος]]» — το [[δάχτυλο]] που βρίσκεται [[ανάμεσα]] στο [[μέσο]] και στο μικρό)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[παράμεσος]]<br />ο [[παράμεσος]] [[δάκτυλος]], αλλ. δακτυλίτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από το [[κέντρο]] βαρύτητας<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[παραμέση]] ή [[παράμεσος]]<br />(ενν. [[χορδή]]) η [[χορδή]] η οποία βρίσκεται [[πάνω]] από τη [[μέση]], ο χαμηλότερος [[φθόγγος]] στο διαζευγμένο [[τετράγωνο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παράμεσος]] συστολεύς»<br /><b>ναυτ.</b> ο [[προς]] την οπίσθια όψη τετράγωνου ιστίου [[μέσος]] [[συστολέας]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραμέσως</i> Α<br />με την κύρια [[έννοια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μέσον]]. | |mltxt=-η, -ο / [[παράμεσος]], -έση, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στο [[μέσο]], στο [[κέντρο]] («[[παράμεσος]] [[δάκτυλος]]» — το [[δάχτυλο]] που βρίσκεται [[ανάμεσα]] στο [[μέσο]] και στο μικρό)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[παράμεσος]]<br />ο [[παράμεσος]] [[δάκτυλος]], αλλ. δακτυλίτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από το [[κέντρο]] βαρύτητας<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[παραμέση]] ή [[παράμεσος]]<br />(ενν. [[χορδή]]) η [[χορδή]] η οποία βρίσκεται [[πάνω]] από τη [[μέση]], ο χαμηλότερος [[φθόγγος]] στο διαζευγμένο [[τετράγωνο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παράμεσος]] συστολεύς»<br /><b>ναυτ.</b> ο [[προς]] την οπίσθια όψη τετράγωνου ιστίου [[μέσος]] [[συστολέας]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραμέσως</i> Α<br />με την κύρια [[έννοια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μέσον]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:57, 20 April 2021
English (LSJ)
ον, A next the middle, δάκτυλος Ruf.Onom.83, Poll.2.145, Gal.2.264. 2 out of the centre of gravity, π. ἠρτῆσθαι prob. in Apollod.Poliorc.158.7. II παραμέση (sc. χορδή), ἡ, the string next above the μέση (q.v.), the lowest note in the disjunctive tetrachord, Arist.Pr.922b5, Aristox.Harm.p.34 M., etc. :—also παράμεσος, Euc.Sect.Can.19, Nicom.Harm.11.
German (Pape)
[Seite 489] neben der Mitte, so heißt der Finger neben dem kleinen, Hippocr.; Poll. 2, 145.
Greek (Liddell-Scott)
παράμεσος: -ον, ὁ πλησίον τοῦ μέσου, δάκτυλος Πολυδ. Β΄, 145, Γαλην. ΙΙ. παρᾰμέση (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ χορδὴ ἡ μετὰ τὴν μέσην, Ἀριστ. Προβλ. 1947· πρβλ. παρανήτη, παρυπάτη.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράμεσος, -έση, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται κοντά στο μέσο, στο κέντρο («παράμεσος δάκτυλος» — το δάχτυλο που βρίσκεται ανάμεσα στο μέσο και στο μικρό)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο παράμεσος
ο παράμεσος δάκτυλος, αλλ. δακτυλίτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται έξω από το κέντρο βαρύτητας
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παραμέση ή παράμεσος
(ενν. χορδή) η χορδή η οποία βρίσκεται πάνω από τη μέση, ο χαμηλότερος φθόγγος στο διαζευγμένο τετράγωνο
3. φρ. «παράμεσος συστολεύς»
ναυτ. ο προς την οπίσθια όψη τετράγωνου ιστίου μέσος συστολέας.
επίρρ...
παραμέσως Α
με την κύρια έννοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μέσον.