ἀγαίομαι: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγαίομαι''': Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[ἄγαμαι]], ἀλλὰ μόνον ἐν χρήσει ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ [[πάντοτε]] ἐπὶ κακῆς σημασίας (πρβλ. ἄγη ΙΙ). 1) μ. αἰτ. πράγμ. ἀγανακτῶ διά τι, ἀγαιομένου καινὰ ἔργα, Ὀδ. Υ. 16: [[βλέπω]] | |lstext='''ἀγαίομαι''': Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[ἄγαμαι]], ἀλλὰ μόνον ἐν χρήσει ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ [[πάντοτε]] ἐπὶ κακῆς σημασίας (πρβλ. ἄγη ΙΙ). 1) μ. αἰτ. πράγμ. ἀγανακτῶ διά τι, ἀγαιομένου καινὰ ἔργα, Ὀδ. Υ. 16: [[βλέπω]] μετὰ φθόνου ἢ ζηλοτυπίας, οὐδ’ [[ἀγαίομαι]] θεῶν ἔργα, Ἀρχίλ. 25· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4, 138. 2) μετὰ δοτ. προσώπ. εἶμαι ὠργισμένος ἢ ἀγανακτῶ κατά τινος, τῷ .. [[Ζεὺς]] αὐτὸς ἀγαίεται, Ἡσ. Ἔργ. 331. ἀγαίομενοί τε φθονέοντες αὐτῇ Ἡρόδ. 8. 69, 1. 3) ἀπολύτως Ἀπολλ. Ρόδ. 1, 899. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:45, 20 April 2021
English (LSJ)
Ep. and Ion. for ἄγαμαι, only pres. and impf.: I in bad sense (cf. ἄγη ΙΙ), 1 c. acc. rei, to be indignant at, ἀγαιομένου κακὰ ἔργα Od.20.16: look on with jealousy or envy, οὐδ' ἀγαίομαι θεῶν ἔργα Archil.25. 2 c. dat. pers., to be wroth or indignant with, τῷ . . Ζεὺς αὐτὸς ἀγαίεται Hes.Op.333; ἀγαιόμενοί τε καὶ φθονέοντες αὐτῇ Hdt.8.69 (cf. Sch. Od.20.16). II in good sense, admire, τι Opp H.4.138; abs. in part., A.R.1.899, 3.1016; οἴνῳ ἀγαιομένη κούρῳ Διός Orph.Fr.204; ἀγαίετο θυμός Hes.Fr.81.4.
German (Pape)
[Seite 7] (ἀγάομαι, ἄγαμαι), nur praes., verwundert, unwillig sein, Hom. nur Odyss. 20, 16 ἀγαιομένου κακὰ ἔργα, Apoll. Lex. Hom. p. 8, 14 erklärt καταπλησσομένου, vgl. Scholl.; – zürnen, Hes. τῷ δὴ Ζεὺς ἀγαίεται O. et D. 331 (VLL. χολοῦται); beneiden, ἀγαιόμενοι καὶ φθονέοντες τῇ Ἀρτεμισίῃ Her. 8, 69, dem εὖνοι ὄντες entgegengesetzt; Archil. frg. 2 θεῶν ἔργα οὐδ' ἀγ.; Ap. Rh. 3, 1915 hat Brunk richtig aus den mss. ἀγαλλομένη hergestellt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαίομαι: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἄγαμαι, ἀλλὰ μόνον ἐν χρήσει ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ πάντοτε ἐπὶ κακῆς σημασίας (πρβλ. ἄγη ΙΙ). 1) μ. αἰτ. πράγμ. ἀγανακτῶ διά τι, ἀγαιομένου καινὰ ἔργα, Ὀδ. Υ. 16: βλέπω μετὰ φθόνου ἢ ζηλοτυπίας, οὐδ’ ἀγαίομαι θεῶν ἔργα, Ἀρχίλ. 25· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4, 138. 2) μετὰ δοτ. προσώπ. εἶμαι ὠργισμένος ἢ ἀγανακτῶ κατά τινος, τῷ .. Ζεὺς αὐτὸς ἀγαίεται, Ἡσ. Ἔργ. 331. ἀγαίομενοί τε φθονέοντες αὐτῇ Ἡρόδ. 8. 69, 1. 3) ἀπολύτως Ἀπολλ. Ρόδ. 1, 899.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
s’indigner, être indigné, irrité : τι de qch ; τινί contre qqn.
Étymologie: apparenté à ἄγαμαι.
English (Autenrieth)
(=ἄγαμαι): ‘view with indignation,’ ἀγαιομένου κακὰ ἔργα, Od. 20.16†; cf. Od. 2.67.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [impf. ἀγᾶτο Hes.Fr.30.12, ἠγάασθε Od.5.119, 122; part. ἀγώμενος Hes.Th.619, ἀγεόμενος Hdt.8.69] v. tb. ἄγαμαι (sólo por el contexto amplio hay diferencia de sentido entre los tres apartados)
1 sobrecogerse, asombrarse οὔτε τι θαυμάζειν περιώσιον οὔτ' ἀγάασθαι Od.16.203, cf. Opp.H.4.138
•abs. A.R.3.1016.
2 sobrecogerse, indignarse c. ac. (κραδίη) ὥς ῥα τοῦ ἔνδον ὑλάκτει ἀγαιομένου κακὰ ἔργα Od.20.16, ἀγώμενος ἠδὲ καὶ εἶδος καὶ μέγεθος Hes.Th.l.c., ἔργα θεῶν Archil.102.2
•c. dat. οἵ τε θεαῖς ἀγάασθε παρ' ἀνδράσιν εὐνάζεσθαι Od.5.119, τῷ δ' ἦ τοι Ζεὺς αὐτὸς ἀγαίεται, ἐς δὲ τελευτὴν ἔργων ἀντ' ἀδίκων χαλεπὴν ἐπέθηκεν ἀμοιβήν contra él el propio Zeus se indigna: al final le impone dura compensación por sus malos actos Hes.Op.333, ἀγεόμενοί τε καὶ φθονέοντες αὐτῇ Hdt.8.69, Οἴνῳ ἀγαιομένη κούρῳ Διός Orph.Fr.216c.
3 abs., suj. ‘el corazón’ sobrecogerse, asombrarse, sentir celos, envidiar ἰ[δ] οῦσιν ἀγαίετο θυμὸς ἅπασιν a todos viéndolo (a Peleo) se les sobrecogía el corazón (tb. sentían celos) Hes.Fr.211.4
•c. suj. de pers. indignarse, encelarse, tener celos τόφρα οἱ ἠγάασθε θεοί Od.5.122.
• Etimología: Cf. ἀγα-.
Greek Monotonic
ἀγαίομαι: Επικ. και Ιων. αντί ἄγαμαι, μόνο στον ενεστ. και με αρνητική σημασία (πρβλ. ἄγη II).
1. με αιτ. πράγμ., είμαι αγανακτισμένος για κάτι, σε Ομήρ. Οδ.
2. με δοτ. προσ., είμαι οργισμένος ή αγανακτισμένος με κάποιον, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγαίομαι: (ᾰγ) (= ἀγάζω) негодовать, досадовать; злобствовать: ἀ. τι Hom. и τινι Hes. негодовать на что-л.; ἀ. τινι Her. возмущаться кем-л.
Middle Liddell
ἄγαμαι [epic and ionic for ἄγαμαι, only in pres. and in bad sense (cf. ἄγη II).]
1. c. gen. rei, to be indignant at, Od.
2. c. dat. pers. to be indignant with, Hdt.