ἀσπιδιώτης: Difference between revisions
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀσπῐδιώτης) -ου, ὁ | |dgtxt=(ἀσπῐδιώτης) -ου, ὁ<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -ότης Hsch.<br />[[guerrero con escudo]] ἀνέρες ἀσπιδιῶται <i>Il</i>.2.554, 16.167, cf. Theoc.14.67, 17.93, Plb.10.29.6, 10.30.9, <i>IGBulg</i>.3.1580.2 (Augusta Trajana III d.C.), Colluth.58, <i>AP</i> 9.116, Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.18.14, [[Βάκχος]] Nonn.<i>D</i>.45.239. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:39, 20 July 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A shield-bearing, a warrior, ἀνέρες ἀσπιδιῶται Il.2.554, 16.167, Theoc.14.67, Plb.10.29.6, AP9.116: in Pl., = Lat. scutati, Lyd.Mag.1.9:—so ἀσπιδίτης [δῑ], ου, ὁ, S.Fr.426.
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, mit einem Schilde versehen, Hom. zweimal, ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας Iliad. 2, 554. 16, 167; sp. D., Theocr. 14, 67; in Prosa, Pol. 10, 29 u. Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπῐδιώτης: ὁ, ἀσπιδοφόρος, πολεμιστής, ἀνέρες ἀσπιδιῶται Ἰλ. Β. 554., Π. 167, Ἀνακρ. 34: ― οὕτω καὶ ἀσπιδίτης [δῑ], ου, Σοφ. Ἀποσπ. 376.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
armé d’un bouclier.
Étymologie: ἀσπίς.
English (Autenrieth)
shield-bearing, Il. 2.554 and Il. 16.167.
Spanish (DGE)
(ἀσπῐδιώτης) -ου, ὁ
• Grafía: graf. -ότης Hsch.
guerrero con escudo ἀνέρες ἀσπιδιῶται Il.2.554, 16.167, cf. Theoc.14.67, 17.93, Plb.10.29.6, 10.30.9, IGBulg.3.1580.2 (Augusta Trajana III d.C.), Colluth.58, AP 9.116, Nonn.Par.Eu.Io.18.14, Βάκχος Nonn.D.45.239.
Greek Monolingual
ἀσπιδιώτης και ασπιδίτης, ο (Α)
ο ασπιδοφόρος, ο πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς(-ίδος). Ο τ. ασπιδίτης πιθ. αναλογικά προς το οπλίτης. Το επίθημα -ιώτης του τ. ασπιδιώτης για λόγους μετρικούς (πρβλ. ομηρ. αγροιώτης). Η υπόθεση ότι οφείλεται επίσης σε αναλογική επίδραση του στρατιώτης προσκρούει στη μεθομηρική εμφάνιση του τ. στρατιώτης.
Greek Monotonic
ἀσπῐδιώτης: ὁ (ἀσπίς), αυτός που φέρει ασπίδα, πολεμιστής, ασπιδοφόρος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπῐδιώτης: ου ὁ щитоносец, воин Hom., Theocr., Polyb., Plut.