ἁπαξάπας: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἁπαξάπᾱς) -ᾱσα, -ᾰν | |dgtxt=(ἁπαξάπᾱς) -ᾱσα, -ᾰν<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ξᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[todo entero]] περιτρέχων τὴν γῆν ἁπαξάπασαν Hermipp.4.3 (cj.), ἡμέρα Stratt.36.2, τιμή Phld.<i>Mort</i>.23, ἁπαξάπαν Xenarch.7.16.<br /><b class="num">2</b> en plu. [[todos juntos]], [[todos en conjunto]] Ar.<i>Pl</i>.111, <i>PMerton</i> 43.8 (V d.C.)<br /><b class="num">•</b>en gener. εὑρὼν ἁπαξάπαντα κατακεκλεισμένα encontrando todo bien cerrado</i> Ar.<i>Pl</i>.206. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:50, 20 July 2021
English (LSJ)
ασα, αν, all together, the whole, περιτρέχων τὴν γῆν ἁπαξάπασαν Hermipp. 4.3; ἡμέρα ἁ. Stratt. 36.2; ἁπαξάπαν Xenarch. 7.16; ἁπαξαπάσης τιμῆς Phld. Mort. 23; mostly in pl., all at once, all together, Ar. Pl. 111, 206, etc.
German (Pape)
[Seite 279] , bes. im plur., alle auf einmal, zusammen, Ar. Pl. 111 u. öfter, wie a. com.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπαξάπᾱς: ᾱσα, ᾰν, ὅλος, η, ον ὁμοῦ ἢ διὰ μιᾶς, ὁλόκληρος, περιτρέχων τὴν γὴν ἁπαξάπασαν, ὁλόκληρον, ὅλην διὰ μιᾶς, Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1· ἡμέρα ἁπ. Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· ἁπαξάπαν Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 16: - τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἀριθ., πάντες ἄνευ ἐξαιρέσεως, μὰ Δί’, ἀλλ’ ἁπαξάπαντες Ἀριστοφ. Πλ. 111, εὑρὼν ἁπαξάπαντα κατακεκλειμένα, πάντα ἀνεξαιρέτως, αὐτόθι 206, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ασα, αν;
tout entier ; pl. tous en une fois, tous ensemble.
Étymologie: ἅπαξ, ἅπας.
Spanish (DGE)
(ἁπαξάπᾱς) -ᾱσα, -ᾰν
• Prosodia: [-ξᾰ-]
1 todo entero περιτρέχων τὴν γῆν ἁπαξάπασαν Hermipp.4.3 (cj.), ἡμέρα Stratt.36.2, τιμή Phld.Mort.23, ἁπαξάπαν Xenarch.7.16.
2 en plu. todos juntos, todos en conjunto Ar.Pl.111, PMerton 43.8 (V d.C.)
•en gener. εὑρὼν ἁπαξάπαντα κατακεκλεισμένα encontrando todo bien cerrado Ar.Pl.206.
Greek Monotonic
ἁπαξάπᾱς: [ξᾰ], -ᾱσα, -ᾰν, ολόκληρος μεμιάς, κατά κανόνα στον πληθ., σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἁπαξάπας: πασα, παν весь в целом, весь целиком: εὑρών ἁπαξάπαντα κατακεκλῃμένα Arph. найдя все решительно запертым.