εὔπλοια: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[εὔπλοια]], ή και ιων. τ. εὐπλοΐη και εὐπλωΐα)<br /><b>1.</b> [[καλός]] [[πλους]], [[ουριοδρομία]], καλό και γρήγορο [[ταξίδι]]<br /><b>2.</b> επών. της Αφροδίτης ως προστάτιδας αυτών που ταξιδεύουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ευπλο</i>- (του [[εύπλους]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ια</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αντί]]-<i>πλοια</i>, <i>ά</i>-<i>πλοια</i>)].
|mltxt=η (Α [[εὔπλοια]], ή και ιων. τ. εὐπλοΐη και εὐπλωΐα)<br /><b>1.</b> [[καλός]] [[πλους]], [[ουριοδρομία]], καλό και γρήγορο [[ταξίδι]]<br /><b>2.</b> επών. της Αφροδίτης ως προστάτιδας αυτών που ταξιδεύουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ευπλο</i>- (του [[εύπλους]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ια</i> ([[πρβλ]]. [[αντί]]-<i>πλοια</i>, <i>ά</i>-<i>πλοια</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπλοια Medium diacritics: εὔπλοια Low diacritics: εύπλοια Capitals: ΕΥΠΛΟΙΑ
Transliteration A: eúploia Transliteration B: euploia Transliteration C: eyploia Beta Code: eu)/ploia

English (LSJ)

poet. εὐ-οΐη, ἡ, A a fair voyage, εἰ δέ κεν εὐπλοίην δώῃ… ἐννοσίγαιος Il.9.362; εὔπλοιαν ἔπραξαν A.Supp. 1045 (lyr.); εὐπλοίας τυχών S.OT423, etc. (εὐπλοΐη is required by the metre in AP9.9 (Polyaen.), 107 (Leon. or Antip. Thess.), BMus.Inscr.1012 (Chalcedon); εὐπλωΐα Cat.Cod.Astr.2.169.) II Εὔπλοια, a name of Aphrodite, IGRom.3.921 (Cilicia), IPE1.94 (Olbia), Paus.1.1.3; on a lamp dedicated to Helioserapis, IG14.2405.48 (Puteoli). III dub. sens. in PCair.Zen.15r.40 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1089] ἡ, ion. u. ep. εὐπλοίη, auch εὐπλοΐη, Polyaen. 2 (IX, 9), gute, glückliche Schifffahrt, Il. 9, 362; Aesch. Suppl. 1030; Soph. Phil. 1451 O. R. 423; Ep. ad. 203 (App. 283); auch in sp. Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπλοια: ποιητ. εὐπλοΐη, ἡ, καλὸς πλοῦς, καλὸν ταξείδιον, εἰ δέ κεν εὐπλοίην δώῃ... ἐννοσίγαιος Ἰλ. Ι. 362· εὔπλοιαν ἔπραξαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 1046· εὐπλοίας τυχὼν Σοφ. Ο. Τ. 423, κτλ. Τὸν τύπον εὐπλοΐη ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Ἀνθ. Π. 9. 9 καὶ 107, παράρτ. 283, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν Ἰλ. (ἀλλὰ νεώτεραί τινες ἐκδόσεις ἔχουσιν εὐπλοΐην). ΙΙ. Εὔπλοια, ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 4443.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
heureuse navigation.
Étymologie: εὔπλοος.

Greek Monolingual

η (Α εὔπλοια, ή και ιων. τ. εὐπλοΐη και εὐπλωΐα)
1. καλός πλους, ουριοδρομία, καλό και γρήγορο ταξίδι
2. επών. της Αφροδίτης ως προστάτιδας αυτών που ταξιδεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευπλο- (του εύπλους) + κατάλ. -ια (πρβλ. αντί-πλοια, ά-πλοια)].

Greek Monotonic

εὔπλοια: ποιητ. -οΐη, ἡ (εὔπλοος), καλό ταξίδι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπλοια: эп. εὐπλοίη, поэт. εὐπλοΐη ἡ счастливое плавание Hom., Aesch., Soph., Plut.

Middle Liddell

εὔπλοος
a fair voyage, Il., Soph.

English (Woodhouse)

a good voyage, good time for sailing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)