θυμο-: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ θυμό-)<br />α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό χαρακτηρίζει ( | |mltxt=(ΑΜ θυμό-)<br />α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό χαρακτηρίζει ([[πρβλ]]. <i>θυμο</i>-<i>βαρής</i>, <i>θυμο</i>-[[λέων]]) ή χαρακτηρίζεται ([[πρβλ]]. <i>θυμό</i>-<i>βολώ</i>, <i>θυμό</i>-<i>κλωστος</i>) ή αναφέρεται ([[πρβλ]]. <i>θυμο</i>-<i>ειδής</i>, <i>θυμο</i>-[[κάτοχος]]) στον θυμό, με τη [[σημασία]] [[είτε]] του «[[ψυχή]]» ([[πρβλ]]. <i>θυμο</i>-[[βάρβαρος]]) [[είτε]] του «[[θυμός]]» ([[πρβλ]]. <i>θυμο</i>-[[κράτωρ]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[θυμοβόρος]], [[θυμοειδής]], [[θυμοσοφικός]], [[θυμόσοφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυμοβαρής]], [[θυμοβορώ]], [[θυμοδακής]], [[θυμοκάτοχος]], [[θυμοκατοχώ]], [[θυμοκτόνος]], [[θυμολέαινα]], [[θυμολεοντοφθόρος]], [[θυμολέων]], [[θυμολιπής]], [[θυμόμαντις]], [[θυμομαχία]], [[θυμομαχώ]], [[θυμοπληθής]], [[θυμοποιώ]], [[θυμοραϊστής]], [[θυμοφθόρος]], [[θυμοφθορώ]], [[θυμοφονώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[θυμοβάρεια]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θυμοβάρβαρος]], [[θυμοβολώ]], [[θυμοκράτωρ]], [[θυμόκλωστος]], [[θυμολευστώ]], [[θυμοσοφώ]], [[θυμοτερπής]], [[θυμοτολμία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυμοσοφία]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
(ΑΜ θυμό-)
α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο-βαρής, θυμο-λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό-βολώ, θυμό-κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο-ειδής, θυμο-κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε του «ψυχή» (πρβλ. θυμο-βάρβαρος) είτε του «θυμός» (πρβλ. θυμο-κράτωρ).
ΣΥΝΘ. θυμοβόρος, θυμοειδής, θυμοσοφικός, θυμόσοφος
αρχ.
θυμοβαρής, θυμοβορώ, θυμοδακής, θυμοκάτοχος, θυμοκατοχώ, θυμοκτόνος, θυμολέαινα, θυμολεοντοφθόρος, θυμολέων, θυμολιπής, θυμόμαντις, θυμομαχία, θυμομαχώ, θυμοπληθής, θυμοποιώ, θυμοραϊστής, θυμοφθόρος, θυμοφθορώ, θυμοφονώ
αρχ.-μσν.
θυμοβάρεια
μσν.
θυμοβάρβαρος, θυμοβολώ, θυμοκράτωρ, θυμόκλωστος, θυμολευστώ, θυμοσοφώ, θυμοτερπής, θυμοτολμία
νεοελλ.
θυμοσοφία].