Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιταμός: Difference between revisions

From LSJ
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰταμός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει προκλητικό ύφος, [[αυθάδης]], [[θρασύς]], αναίσχυντος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιταμό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[αυθάδεια]], η [[θρασύτητα]], η [[ιταμότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[τολμηρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰταμόν</i><br />η [[τολμηρότητα]], η [[ορμητικότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιταμώς</i> (Α ἰταμῶς)<br />με [[αναίδεια]], με [[θρασύτητα]], ασύστολα<br /><b>αρχ.</b><br />ορμητικά, τολμηρά, ριψοκίνδυνα, θαρραλέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴ</i>-<i>της</i> που ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] -<i>ι</i>- του [[εἶμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἰ</i>-[[έναι]], <i>ἰ</i>-<i>τός</i>). Το [[επίθημα]] της λ. <i>ἰτ</i>-[[αμός]] δημιουργεί [[πρόβλημα]], [[γιατί]] αυτό εμφανίζεται —εξαιρέσει τών <i>μηδ</i>-[[αμός]], <i>ουδ</i>-[[αμός]]— μόνο σε ουσ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ουλ</i>-[[αμός]], <i>ποτ</i>-[[αμός]]). Τόσο η λ. [[ἴτης]] όσο και η [[ἰταμός]] [[πρέπει]] να ήταν τ. της καθομιλουμένης αττικής διαλέκτου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιταμότητα]](-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιταμεύομαι]], [[ιταμία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιταμώδης]]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰταμός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει προκλητικό ύφος, [[αυθάδης]], [[θρασύς]], αναίσχυντος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιταμό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[αυθάδεια]], η [[θρασύτητα]], η [[ιταμότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[τολμηρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰταμόν</i><br />η [[τολμηρότητα]], η [[ορμητικότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιταμώς</i> (Α ἰταμῶς)<br />με [[αναίδεια]], με [[θρασύτητα]], ασύστολα<br /><b>αρχ.</b><br />ορμητικά, τολμηρά, ριψοκίνδυνα, θαρραλέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴ</i>-<i>της</i> που ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] -<i>ι</i>- του [[εἶμι]] ([[πρβλ]]. <i>ἰ</i>-[[έναι]], <i>ἰ</i>-<i>τός</i>). Το [[επίθημα]] της λ. <i>ἰτ</i>-[[αμός]] δημιουργεί [[πρόβλημα]], [[γιατί]] αυτό εμφανίζεται —εξαιρέσει τών <i>μηδ</i>-[[αμός]], <i>ουδ</i>-[[αμός]]— μόνο σε ουσ. ([[πρβλ]]. <i>ουλ</i>-[[αμός]], <i>ποτ</i>-[[αμός]]). Τόσο η λ. [[ἴτης]] όσο και η [[ἰταμός]] [[πρέπει]] να ήταν τ. της καθομιλουμένης αττικής διαλέκτου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιταμότητα]](-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιταμεύομαι]], [[ιταμία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιταμώδης]]].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰταμός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, αναίσχυντος
2. το ουδ. ως ουσ. το ιταμό(ν)
η αυθάδεια, η θρασύτητα, η ιταμότητα
αρχ.
1. ορμητικός, τολμηρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰταμόν
η τολμηρότητα, η ορμητικότητα.
επίρρ...
ιταμώς (Α ἰταμῶς)
με αναίδεια, με θρασύτητα, ασύστολα
αρχ.
ορμητικά, τολμηρά, ριψοκίνδυνα, θαρραλέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -της που ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα -ι- του εἶμι (πρβλ. -έναι, -τός). Το επίθημα της λ. ἰτ-αμός δημιουργεί πρόβλημα, γιατί αυτό εμφανίζεται —εξαιρέσει τών μηδ-αμός, ουδ-αμός— μόνο σε ουσ. (πρβλ. ουλ-αμός, ποτ-αμός). Τόσο η λ. ἴτης όσο και η ἰταμός πρέπει να ήταν τ. της καθομιλουμένης αττικής διαλέκτου.
ΠΑΡ. ιταμότητα(-της)
αρχ.
ιταμεύομαι, ιταμία
μσν.
ιταμώδης].