κάβα: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[αποθήκη]] κρασιού ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, [[ιδίως]] η υπόγεια<br /><b>2.</b> [[κατάστημα]] πώλησης οινοπνευματωδών ποτών<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών οινοπνευματωδών ποτών διαφόρων ειδών, προελεύσεων και χρόνου παραγωγής, τα οποία αποθηκεύονται από ένα [[άτομο]] για ιδιωτική [[χρήση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το αρχικό [[κεφάλαιο]] που κατατίθεται ή ορίζεται να κατατεθεί σε [[χαρτοπαίγνιο]], [[ιδίως]] στο [[πόκερ]]<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] ενός είδους [[φυτών]] του γένους [[πέπερι]] και [[ονομασία]] του ριζώματος και τών ριζών τους, τών οποίων το [[εκχύλισμα]] χρησιμοποιούνταν ως αντισηπτικό του ουρογεννητικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cava</i>. Η λ. ως κν. [[ονομασία]] στη βοτ. [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>kava</i> <span style="color: red;"><</span> <i>kava</i> «[[πικρός]]», [[διαλεκτικός]] τ. της Αυστραλασίας, όπου απαντά το [[φυτό]] αυτό].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[αποθήκη]] κρασιού ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, [[ιδίως]] η υπόγεια<br /><b>2.</b> [[κατάστημα]] πώλησης οινοπνευματωδών ποτών<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών οινοπνευματωδών ποτών διαφόρων ειδών, προελεύσεων και χρόνου παραγωγής, τα οποία αποθηκεύονται από ένα [[άτομο]] για ιδιωτική [[χρήση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το αρχικό [[κεφάλαιο]] που κατατίθεται ή ορίζεται να κατατεθεί σε [[χαρτοπαίγνιο]], [[ιδίως]] στο [[πόκερ]]<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] ενός είδους [[φυτών]] του γένους [[πέπερι]] και [[ονομασία]] του ριζώματος και τών ριζών τους, τών οποίων το [[εκχύλισμα]] χρησιμοποιούνταν ως αντισηπτικό του ουρογεννητικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cava</i>. Η λ. ως κν. [[ονομασία]] στη βοτ. [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>kava</i> <span style="color: red;"><</span> <i>kava</i> «[[πικρός]]», [[διαλεκτικός]] τ. της Αυστραλασίας, όπου απαντά το [[φυτό]] αυτό].
}}
}}

Latest revision as of 10:17, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. αποθήκη κρασιού ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, ιδίως η υπόγεια
2. κατάστημα πώλησης οινοπνευματωδών ποτών
3. το σύνολο τών οινοπνευματωδών ποτών διαφόρων ειδών, προελεύσεων και χρόνου παραγωγής, τα οποία αποθηκεύονται από ένα άτομο για ιδιωτική χρήση
4. μτφ. το αρχικό κεφάλαιο που κατατίθεται ή ορίζεται να κατατεθεί σε χαρτοπαίγνιο, ιδίως στο πόκερ
5. βοτ. κοινή ονομασία ενός είδους φυτών του γένους πέπερι και ονομασία του ριζώματος και τών ριζών τους, τών οποίων το εκχύλισμα χρησιμοποιούνταν ως αντισηπτικό του ουρογεννητικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cava. Η λ. ως κν. ονομασία στη βοτ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. kava < kava «πικρός», διαλεκτικός τ. της Αυστραλασίας, όπου απαντά το φυτό αυτό].