καλοσύνη: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[καλωσύνη]] η (Μ [[καλοσύνη]] και [[καλωσύνη]])<br /><b>1.</b> [[αγαθότητα]], [[πραότητα]], [[χρηστότητα]]<br /><b>2.</b> καλή [[πράξη]], [[ευεργεσία]] («μού έχει κάνει πολλές καλοσύνες»)<br /><b>3.</b> καλό, [[κέρδος]], [[ωφέλεια]], όφελος<br /><b>4.</b> [[καλός]] [[καιρός]], [[γαλήνη]], [[ευδία]] («[[σήμερα]] έχουμε [[καλοσύνη]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αγάπη]], [[έλεος]], ευσπλαχνία<br /><b>2.</b> [[εξυπηρέτηση]], καλό<br /><b>3.</b> [[ανακωχή]], [[φιλία]], [[ομόνοια]], καλές σχέσεις<br /><b>4.</b> καλά [[λόγια]], φιλοφροσύνες<br /><b>5.</b> καλή [[ποιότητα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «έχετε την [[καλοσύνη]]» — σάς [[παρακαλώ]]..., μπορείτε να...<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «ας λείψει η [[καλοσύνη]] του, [[μπροστά]] στα βάσανά του» — δεν [[πρέπει]] να επιδιώκει [[κάποιος]] αυτά που επιφέρουν βάσανα, κι ας [[είναι]] και ωφέλιμα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καλυτέρευση]], [[συμμόρφωση]]<br /><b>2.</b> [[ευτυχία]]<br /><b>3.</b> [[ευημερία]]<br /><b>4.</b> καλή [[ποιότητα]] («σιτάριν τοιαύτης καλοσύνης», Ασσίζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σύνη</i> ( | |mltxt=και [[καλωσύνη]] η (Μ [[καλοσύνη]] και [[καλωσύνη]])<br /><b>1.</b> [[αγαθότητα]], [[πραότητα]], [[χρηστότητα]]<br /><b>2.</b> καλή [[πράξη]], [[ευεργεσία]] («μού έχει κάνει πολλές καλοσύνες»)<br /><b>3.</b> καλό, [[κέρδος]], [[ωφέλεια]], όφελος<br /><b>4.</b> [[καλός]] [[καιρός]], [[γαλήνη]], [[ευδία]] («[[σήμερα]] έχουμε [[καλοσύνη]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αγάπη]], [[έλεος]], ευσπλαχνία<br /><b>2.</b> [[εξυπηρέτηση]], καλό<br /><b>3.</b> [[ανακωχή]], [[φιλία]], [[ομόνοια]], καλές σχέσεις<br /><b>4.</b> καλά [[λόγια]], φιλοφροσύνες<br /><b>5.</b> καλή [[ποιότητα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «έχετε την [[καλοσύνη]]» — σάς [[παρακαλώ]]..., μπορείτε να...<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «ας λείψει η [[καλοσύνη]] του, [[μπροστά]] στα βάσανά του» — δεν [[πρέπει]] να επιδιώκει [[κάποιος]] αυτά που επιφέρουν βάσανα, κι ας [[είναι]] και ωφέλιμα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καλυτέρευση]], [[συμμόρφωση]]<br /><b>2.</b> [[ευτυχία]]<br /><b>3.</b> [[ευημερία]]<br /><b>4.</b> καλή [[ποιότητα]] («σιτάριν τοιαύτης καλοσύνης», Ασσίζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σύνη</i> ([[πρβλ]]. [[κακοσύνη]], <i>μεγαλο</i>-<i>σύνη</i>). Ο τ. [[καλωσύνη]] ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] άλλα θηλ. σε -<i>ωσύνη</i> ([[πρβλ]]. [[ιερωσύνη]]), τών οποίων το -<i>ω</i>- οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
και καλωσύνη η (Μ καλοσύνη και καλωσύνη)
1. αγαθότητα, πραότητα, χρηστότητα
2. καλή πράξη, ευεργεσία («μού έχει κάνει πολλές καλοσύνες»)
3. καλό, κέρδος, ωφέλεια, όφελος
4. καλός καιρός, γαλήνη, ευδία («σήμερα έχουμε καλοσύνη»)
νεοελλ.
1. αγάπη, έλεος, ευσπλαχνία
2. εξυπηρέτηση, καλό
3. ανακωχή, φιλία, ομόνοια, καλές σχέσεις
4. καλά λόγια, φιλοφροσύνες
5. καλή ποιότητα
6. φρ. «έχετε την καλοσύνη» — σάς παρακαλώ..., μπορείτε να...
7. παροιμ. «ας λείψει η καλοσύνη του, μπροστά στα βάσανά του» — δεν πρέπει να επιδιώκει κάποιος αυτά που επιφέρουν βάσανα, κι ας είναι και ωφέλιμα
μσν.
1. καλυτέρευση, συμμόρφωση
2. ευτυχία
3. ευημερία
4. καλή ποιότητα («σιτάριν τοιαύτης καλοσύνης», Ασσίζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλός + -σύνη (πρβλ. κακοσύνη, μεγαλο-σύνη). Ο τ. καλωσύνη ερμηνεύεται αναλογικά προς άλλα θηλ. σε -ωσύνη (πρβλ. ιερωσύνη), τών οποίων το -ω- οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως].