κουφάλα: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ [[κουφάλα]])<br />[[κοίλωμα]], [[βαθούλωμα]] σε κορμό δέντρου ή σε βράχο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κοιλότητα]] του δοντιού η οποία προέρχεται από [[τερηδόνα]]<br /><b>2.</b> [[γυναίκα]] του δρόμου, [[πόρνη]]<br /><b>μσν.</b><br />υπόγεια [[σήραγγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κούφος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>άλα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κρεμ]]-<i>άλα</i>, <i>φουσκ</i>-<i>άλα</i>)].
|mltxt=η (Μ [[κουφάλα]])<br />[[κοίλωμα]], [[βαθούλωμα]] σε κορμό δέντρου ή σε βράχο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κοιλότητα]] του δοντιού η οποία προέρχεται από [[τερηδόνα]]<br /><b>2.</b> [[γυναίκα]] του δρόμου, [[πόρνη]]<br /><b>μσν.</b><br />υπόγεια [[σήραγγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κούφος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>άλα</i> ([[πρβλ]]. [[κρεμ]]-<i>άλα</i>, <i>φουσκ</i>-<i>άλα</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (Μ κουφάλα)
κοίλωμα, βαθούλωμα σε κορμό δέντρου ή σε βράχο
νεοελλ.
1. κοιλότητα του δοντιού η οποία προέρχεται από τερηδόνα
2. γυναίκα του δρόμου, πόρνη
μσν.
υπόγεια σήραγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούφος (Ι) + -άλα (πρβλ. κρεμ-άλα, φουσκ-άλα)].