λιποειδής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[λίπος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[λίπος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τa λιποειδή</i><br /><b>(βιοχ.)</b> [[ετερογενής]] [[ομάδα]] ουσιών που υπάρχουν στους ζώντες οργανισμούς και χαρακτηρίζονται από το ότι [[είναι]] αδιάλυτες στο [[νερό]], [[αλλά]] διαλυτές στην [[αλκοόλη]] και άλλους οργανικούς διαλύτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>lipoid</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lip</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[λίπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>oid</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>oides</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[λίπος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[λίπος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τa λιποειδή</i><br /><b>(βιοχ.)</b> [[ετερογενής]] [[ομάδα]] ουσιών που υπάρχουν στους ζώντες οργανισμούς και χαρακτηρίζονται από το ότι [[είναι]] αδιάλυτες στο [[νερό]], [[αλλά]] διαλυτές στην [[αλκοόλη]] και άλλους οργανικούς διαλύτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>lipoid</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lip</i>(<i>o</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[λίπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>oid</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>oides</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που μοιάζει με λίπος
2. αυτός που έχει λίπος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τa λιποειδή
(βιοχ.) ετερογενής ομάδα ουσιών που υπάρχουν στους ζώντες οργανισμούς και χαρακτηρίζονται από το ότι είναι αδιάλυτες στο νερό, αλλά διαλυτές στην αλκοόλη και άλλους οργανικούς διαλύτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoid < lip(o)- (< λίπος) + -oid (< λατ. -oides < -ειδής < εἶδος)].