μελεδήμων: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρίαbane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελεδήμων]], -ον (Α)<br />αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει [[επιμέλεια]] για [[κάτι]], [[επιμελής]] (α. «[[μελεδήμων]] ἔργων», Εμπεδ.<br />β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελεδαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήμων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ειδ</i>-[[ήμων]], <i>νο</i>-[[ήμων]])].
|mltxt=[[μελεδήμων]], -ον (Α)<br />αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει [[επιμέλεια]] για [[κάτι]], [[επιμελής]] (α. «[[μελεδήμων]] ἔργων», Εμπεδ.<br />β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελεδαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήμων]] ([[πρβλ]]. <i>ειδ</i>-[[ήμων]], <i>νο</i>-[[ήμων]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδήμων Medium diacritics: μελεδήμων Low diacritics: μελεδήμων Capitals: ΜΕΛΕΔΗΜΩΝ
Transliteration A: meledḗmōn Transliteration B: meledēmōn Transliteration C: meledimon Beta Code: meledh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A careful, c. gen., ἔργων Emp.112.2; μ. κερκίδα πέπλων AP 6.39 (Arch.); δόμων φυλακὰν μ. ib.7.425 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 121] ον, sorgend, besorgend; δόμων φύλαξ, Antp. Sid. 88 (VII, 425); πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων, Archi. 1 (VI, 39); auch ἀγαθῶν μελεδήμονες ἔργων, Empedocl. ep. (IX, 569).

Greek (Liddell-Scott)

μελεδήμων: -ον, ἐπιμελής, πολυάσχολος, κερκὶς αὐτόθι 6. 39, πρβλ. 7. 425· μετὰ γεν., ὁ φροντίζων περί τινος, ἔργων Ἐμπεδ. 398.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui prend soin de, gén..
Étymologie: μελεδαίνω.

Greek Monolingual

μελεδήμων, -ον (Α)
αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει επιμέλεια για κάτι, επιμελής (α. «μελεδήμων ἔργων», Εμπεδ.
β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ειδ-ήμων, νο-ήμων)].

Greek Monotonic

μελεδήμων: -ον (μελεδαίνω), επιμελής, απασχολημένος, με πολλές φροντίδες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελεδήμων: 2, gen. ονος
1) заботливый, попечительный, усердный (δύμων φύλαξ Anth.);
2) заботящийся (ἀγαθῶν ἔργων Anth.).

Middle Liddell

μελεδήμων, ον, μελεδαίνω
careful, busy, Anth.