μηκώμαι: Difference between revisions
From LSJ
(25) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α μηκῶμαι, -άομαι)<br />(για πληγωμένο άνθρωπο ή ζώο) [[βγάζω]] στεναγμό από τον πόνο, [[βογγώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[βόδι]]) [[μουγκρίζω]], [[μουγκανίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τα πρόβατα ή τις αίγες) [[βελάζω]], [[βληχώμαι]]<br /><b>2.</b> (για καταδιωκόμενο [[ελαφάκι]] ή λαγό ή κάπρο) [[φωνάζω]], [[σκούζω]], [[βγάζω]] οξύ μηκηθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. ανάγεται σε παρεκτεταμένο τ. <i>me</i>-<i>k</i>- «[[βελάζω]]» της ΙΕ ρίζας <i>m</i><i>ē</i>- και αποτελεί [[προϊόν]] ονοματοποιίας. Συνδέεται με ΙΕ λ., όπως αρχ. ινδ. <i>makamak</i><i>ā</i><i>y</i><i>ā</i><i>te</i> «[[βελάζω]]», αρμ. <i>mak</i>'-<i>i</i> «[[πρόβατο]]», ρωσ. <i>mekaty</i> «[[βελάζω]]», μέσ. άνω γερμ. <i>meck</i><i>ā</i><i>tzen</i> «[[βελάζω]]» και <i>mecke</i> «[[τράγος]]». Παλαιότεροι [[είναι]] οι τ. του παρακμ. <i>μέ</i>-<i>μη</i>-κα και του αορ. β' <i>ἔ</i>-<i>μακ</i>-<i>ον</i> ( | |mltxt=(Α μηκῶμαι, -άομαι)<br />(για πληγωμένο άνθρωπο ή ζώο) [[βγάζω]] στεναγμό από τον πόνο, [[βογγώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[βόδι]]) [[μουγκρίζω]], [[μουγκανίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τα πρόβατα ή τις αίγες) [[βελάζω]], [[βληχώμαι]]<br /><b>2.</b> (για καταδιωκόμενο [[ελαφάκι]] ή λαγό ή κάπρο) [[φωνάζω]], [[σκούζω]], [[βγάζω]] οξύ μηκηθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. ανάγεται σε παρεκτεταμένο τ. <i>me</i>-<i>k</i>- «[[βελάζω]]» της ΙΕ ρίζας <i>m</i><i>ē</i>- και αποτελεί [[προϊόν]] ονοματοποιίας. Συνδέεται με ΙΕ λ., όπως αρχ. ινδ. <i>makamak</i><i>ā</i><i>y</i><i>ā</i><i>te</i> «[[βελάζω]]», αρμ. <i>mak</i>'-<i>i</i> «[[πρόβατο]]», ρωσ. <i>mekaty</i> «[[βελάζω]]», μέσ. άνω γερμ. <i>meck</i><i>ā</i><i>tzen</i> «[[βελάζω]]» και <i>mecke</i> «[[τράγος]]». Παλαιότεροι [[είναι]] οι τ. του παρακμ. <i>μέ</i>-<i>μη</i>-κα και του αορ. β' <i>ἔ</i>-<i>μακ</i>-<i>ον</i> ([[πρβλ]]. <i>κέκραγα</i> / <i>κραγεῖν</i>: [[κράζω]], [[λέληκα]] / [[λακεῖν]]: [[λάσκω]]), ενώ οι ενεστ. <i>μηκῶμαι</i> / [[μηκάζω]] [[είναι]] μτγν.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
(Α μηκῶμαι, -άομαι)
(για πληγωμένο άνθρωπο ή ζώο) βγάζω στεναγμό από τον πόνο, βογγώ
νεοελλ.
(για βόδι) μουγκρίζω, μουγκανίζω
αρχ.
1. (για τα πρόβατα ή τις αίγες) βελάζω, βληχώμαι
2. (για καταδιωκόμενο ελαφάκι ή λαγό ή κάπρο) φωνάζω, σκούζω, βγάζω οξύ μηκηθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται σε παρεκτεταμένο τ. me-k- «βελάζω» της ΙΕ ρίζας mē- και αποτελεί προϊόν ονοματοποιίας. Συνδέεται με ΙΕ λ., όπως αρχ. ινδ. makamakāyāte «βελάζω», αρμ. mak'-i «πρόβατο», ρωσ. mekaty «βελάζω», μέσ. άνω γερμ. meckātzen «βελάζω» και mecke «τράγος». Παλαιότεροι είναι οι τ. του παρακμ. μέ-μη-κα και του αορ. β' ἔ-μακ-ον (πρβλ. κέκραγα / κραγεῖν: κράζω, λέληκα / λακεῖν: λάσκω), ενώ οι ενεστ. μηκῶμαι / μηκάζω είναι μτγν.].