μηδαμός: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
|||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μηδαμός]], -ή, -όν (Α)<br />(ιων. τ. μόνο στον πληθ.) [[ούτε]] [[ένας]], [[κανένας]] («ἐβουλεύσαντο δὲ αὐτοῦ μεταδοῦν | |mltxt=[[μηδαμός]], -ή, -όν (Α)<br />(ιων. τ. μόνο στον πληθ.) [[ούτε]] [[ένας]], [[κανένας]] («ἐβουλεύσαντο δὲ αὐτοῦ μεταδοῦν | ||
αι μηδαμοῑσι ἄλλοισι Ἰώνων», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span>[[μηδέ]] <span style="color: red;">+</span> [[ἁμός]], δωρ. τ. του [[ἐμός]] ( | αι μηδαμοῑσι ἄλλοισι Ἰώνων», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span>[[μηδέ]] <span style="color: red;">+</span> [[ἁμός]], δωρ. τ. του [[ἐμός]] ([[πρβλ]]. [[ουδαμός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ή, όν, for μηδὲ ἁμός, A not even one, i.e. not any one, no one, only in pl. μηδαμοί, none, Hdt.1.143, 144, 2.91, etc.: for neut. pl. v. μηδαμά.
German (Pape)
[Seite 169] ή, όν, statt μηδὲ ἀμός, ouch nicht Einer, Her., nur im plur., 1, 143. 2, 91. 4, 1368vgl. oben μηδαμῆ).
Greek (Liddell-Scott)
μηδᾰμός: ἢ, ὅν, ἀντὶ μηδὲ ἁμός, μηδὲ εἷς, «κανείς», ὡς τὸ μηδείς, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. μηδαμοί, καὶ μόνον παρ’ Ἴωσιν, ὡς Ἡρόδ. 1. 143, 144, κτλ.· πρβλ. οὐδαμός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
aucun, nul.
Étymologie: μηδέ, ἀμός.
Greek Monolingual
μηδαμός, -ή, -όν (Α)
(ιων. τ. μόνο στον πληθ.) ούτε ένας, κανένας («ἐβουλεύσαντο δὲ αὐτοῦ μεταδοῦν
αι μηδαμοῑσι ἄλλοισι Ἰώνων», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. <μηδέ + ἁμός, δωρ. τ. του ἐμός (πρβλ. ουδαμός)].
Greek Monotonic
μηδαμός: -ή, -όν αντί μηδὲ ἀμός, μόνο στον πληθ. μηδαμοί (στους Ίων. συγγραφείς), κανένας, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
μηδᾰμός: (только pl.) ни один, никакой, никто: μηδαμοῖσι ἄλλοισι Ἰώνων Her. никому из прочих ионян; μηδαμοὺς τῶν Δωριέων Her. никого из дорян.
Middle Liddell
μηδᾰμός, ή, όν
for μηδὲ ἀμός, only in pl. μηδαμοί (in ionic writers), none, Hdt.