χρίσμα: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
(47b)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ατος, το / χρῑσμα, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που επαλείφεται σε μια [[επιφάνεια]], [[επίχρισμα]], [[επάλειμμα]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> χριστιανικό [[μυστήριο]] που τελείται [[αμέσως]] [[μετά]] το [[βάπτισμα]] και συνδέεται με την [[χορήγηση]] στον βαπτισθέντα τών χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επικάλυψη]] επιφάνειας με μια [[ουσία]], [[επίχριση]], [[επάλειψη]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> το άγιο [[μύρο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> επίσημη [[αναγνώριση]], [[ανακήρυξη]], [[αναγόρευση]] («έλαβε το [[χρίσμα]] του υποψήφιου προέδρου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μύρο]], μυρωδικό<br /><b>2.</b> το [[χοιρινό]] [[λίπος]]<br /><b>3.</b> ασβεστοκονίαμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[χρῖμα]], σχηματισμένος από το θ. <i>χρῑσ</i>- του [[χρίω]] «[[αλείφω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>χρῑσ</i>-<i>α</i>)].
|mltxt=-ατος, το / χρῑσμα, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που επαλείφεται σε μια [[επιφάνεια]], [[επίχρισμα]], [[επάλειμμα]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> χριστιανικό [[μυστήριο]] που τελείται [[αμέσως]] [[μετά]] το [[βάπτισμα]] και συνδέεται με την [[χορήγηση]] στον βαπτισθέντα τών χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επικάλυψη]] επιφάνειας με μια [[ουσία]], [[επίχριση]], [[επάλειψη]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> το άγιο [[μύρο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> επίσημη [[αναγνώριση]], [[ανακήρυξη]], [[αναγόρευση]] («έλαβε το [[χρίσμα]] του υποψήφιου προέδρου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μύρο]], μυρωδικό<br /><b>2.</b> το [[χοιρινό]] [[λίπος]]<br /><b>3.</b> ασβεστοκονίαμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[χρῖμα]], σχηματισμένος από το θ. <i>χρῑσ</i>- του [[χρίω]] «[[αλείφω]]» ([[πρβλ]]. αόρ. <i>ἔ</i>-<i>χρῑσ</i>-<i>α</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ατος, το / χρῑσμα, ΝΜΑ
1. καθετί που επαλείφεται σε μια επιφάνεια, επίχρισμα, επάλειμμα
2. εκκλ. χριστιανικό μυστήριο που τελείται αμέσως μετά το βάπτισμα και συνδέεται με την χορήγηση στον βαπτισθέντα τών χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος
νεοελλ.
1. επικάλυψη επιφάνειας με μια ουσία, επίχριση, επάλειψη
2. εκκλ. το άγιο μύρο
3. μτφ. επίσημη αναγνώριση, ανακήρυξη, αναγόρευση («έλαβε το χρίσμα του υποψήφιου προέδρου»)
αρχ.
1. μύρο, μυρωδικό
2. το χοιρινό λίπος
3. ασβεστοκονίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του χρῖμα, σχηματισμένος από το θ. χρῑσ- του χρίω «αλείφω» (πρβλ. αόρ. -χρῑσ-α)].