ἀρτίζω: Difference between revisions

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτίζω]] (Α)<br />[[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρτι]], αν δεν πρόκειται για παράλληλο μορφολογικό σχηματισμό του [[αρτέομαι]] «ετοιμάζομαι» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κομίζω]]-[[κομώ]], [[αιτίζω]]-[[αιτώ]])].
|mltxt=[[ἀρτίζω]] (Α)<br />[[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρτι]], αν δεν πρόκειται για παράλληλο μορφολογικό σχηματισμό του [[αρτέομαι]] «ετοιμάζομαι» ([[πρβλ]]. [[κομίζω]]-[[κομώ]], [[αιτίζω]]-[[αιτώ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίζω Medium diacritics: ἀρτίζω Low diacritics: αρτίζω Capitals: ΑΡΤΙΖΩ
Transliteration A: artízō Transliteration B: artizō Transliteration C: artizo Beta Code: a)rti/zw

English (LSJ)

pf. A ἤρτικα PMag.Leid.W.10.42:—get ready, prepare, AP10.25 (Antip.), PMag.l.c.:—Med., χορὸν ἀρτίζοντο Theoc.13.43; πρός τι D.S.14.20:—Pass., πρός τι CIG3601.9 (Ilium), S.E.M.11.208.

German (Pape)

[Seite 362] fertig machen, bereiten, ὕμνοις Antp. Th. 18 (X, 25); med., Νύμφαι χορὸν ἀρτίζοντο Theocr. 13, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίζω: μέλλ. -ίσω (*ἄρω) κοσμῶ, παρασκευάζω, Ἀνθ. Π. 10. 25· ὡσαύτως κατὰ μέσ., χορὸν ἀρτίζοντο Θεόκρ. 13. 43, πρβλ. Διοδ. 14. 20. - Παθ., πρός τι Συλλ. Ἐπιγρ. 3601. 9, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 208.

French (Bailly abrégé)

arranger, mettre en état;
Moy. ἀρτίζομαι m. sign.
Étymologie: ἄρτιος.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. med. sin aum. ἀρτίζοντο Theoc.13.43]
1 tr. en v. med. y act. disponer Νύμφαι χορὸν ἀρτίζοντο Theoc.l.c.
τὸν ἐμὸν βασιλῆα ... εὖ δ' ὕμνοις ἄρτισον dispón a mi príncipe favorable a mis himnos, AP 10.25 (Antip.)
disponer, preparar c. gen. de atracción ἐκ τῶν ξ' ἀνθέων, ὧν ἤρτικες de las seis flores que tienes preparadas, PMag.13.433.
2 intr. en v. med. hacer preparativos, tomar medidas πρὸς τὴν μέλλουσαν πρόσοδον IIl.10.27, 29 (I a.C.), πρὸς τὸ τῆς τύχης ἄδηλον D.S.14.20, cf. S.E.M.11.208
abs. POxy.1669.4 (III d.C.).

Greek Monolingual

ἀρτίζω (Α)
παρασκευάζω, ετοιμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι, αν δεν πρόκειται για παράλληλο μορφολογικό σχηματισμό του αρτέομαι «ετοιμάζομαι» (πρβλ. κομίζω-κομώ, αιτίζω-αιτώ)].

Greek Monotonic

ἀρτίζω: μέλ. -ίσω (*ἄρω), ετοιμάζω, προετοιμάζω, σε Ανθ.· ομοίως, σε Μέσ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίζω: устраивать, подготовлять (πρὸς τὸ τῆς τύχης ἄδηλον ἀρτισάμενος Diod.; med. χορόν Theocr.): τινά τινι ἵλαον ἀρτίσαι Anth. расположить кого-л. в чью-л. пользу.

Middle Liddell

[*ἄρω]
to get ready, prepare, Anth.: so in Mid., Theocr.