ἡμερόκοιτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμερόκοιτος]], δωρ. τ. [[ἁμερόκοιτος]], -ον (Α)<br />(για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την [[ημέρα]] για να μπορεί να κλέβει [[κατά]] τη [[νύχτα]] («μή ποτε σ' [[ἡμερόκοιτος]] [[ἀνήρ]] ἀπὸ χρήμαθ' ἕληται», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]]), | |mltxt=[[ἡμερόκοιτος]], δωρ. τ. [[ἁμερόκοιτος]], -ον (Α)<br />(για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την [[ημέρα]] για να μπορεί να κλέβει [[κατά]] τη [[νύχτα]] («μή ποτε σ' [[ἡμερόκοιτος]] [[ἀνήρ]] ἀπὸ χρήμαθ' ἕληται», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]]), [[πρβλ]]. <i>ομό</i>-<i>κοιτος [[παρά]]-<i>κοιτος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:08, 23 August 2021
English (LSJ)
Dor. ἁμ-, ον, A sleeping by day, epithet of a thief, Hes. Op.605, Opp.H.2.408; ἁμερόκοιτοι βλαχαὶτεκέων, for ἁμεροκοίτων, E. Cyc.58.
German (Pape)
[Seite 1166] bei Tage schlafend, Hes. O. 603, d. i. Dieb; vgl. Opp. Hal. 2, 408; dor. ἁμ., Eur. Cycl. 58.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερόκοιτος: Δωρ. ἀμερ-, ον, ὁ κοιμώμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἐπίθ. κλέπτου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 603· ἀμερόκοιτοι βλαχαί τεκέων, ἀντὶ ἀμεροκοίτων, Εὐρ. Κύκλ. 58· - ὡς οὐσιαστ., ἰχθὺς τις, ἴσως ἡ φώκη, Ὀππ. Ἁλ. 2. 408· ὡσαύτως ἡμεροκοίτης, ου, ὁ, αὐτόθι 199, 224. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄ σ. 307 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui dort pendant le jour;
2 ὁ ἡμερόκοιτος, c. ἡμεροκοίτης.
Étymologie: ἡμέρα, κοίτη.
Greek Monolingual
ἡμερόκοιτος, δωρ. τ. ἁμερόκοιτος, -ον (Α)
(για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την ημέρα για να μπορεί να κλέβει κατά τη νύχτα («μή ποτε σ' ἡμερόκοιτος ἀνήρ ἀπὸ χρήμαθ' ἕληται», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -κοιτος (< κοίτη), πρβλ. ομό-κοιτος παρά-κοιτος].
Greek Monotonic
ἡμερόκοιτος: Δωρ. ἁμερ-, -ον, αυτός που κοιμάται κατά τη διάρκεια της ημέρας, χαρακτηρισμός του κλέφτη, σε Ησίοδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμερόκοιτος: дор. ἁμερόκοιτος 2 (ᾱ)
1) спящий днем, проводящий день во сне (ἀνήρ Hes. - о воре);
2) умолкающий на день (βλαχαὶ σμικρῶν τεκέων Eur.).
Middle Liddell
sleeping by day, Hes., Eur.