ἱππίσκος: Difference between revisions

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππίσκος]] ὁ (Α)<br />(υποκορ. του [[ίππος]])<br /><b>1.</b> μικρό [[άγαλμα]] ίππου<br /><b>2.</b> [[στολίδι]] του κεφαλιού<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ἱππίσκος</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αλέξιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μην</i>-<i>ίσκος</i>, <i>πυργ</i>-<i>ίσκος</i>)].
|mltxt=[[ἱππίσκος]] ὁ (Α)<br />(υποκορ. του [[ίππος]])<br /><b>1.</b> μικρό [[άγαλμα]] ίππου<br /><b>2.</b> [[στολίδι]] του κεφαλιού<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ἱππίσκος</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αλέξιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. <i>μην</i>-<i>ίσκος</i>, <i>πυργ</i>-<i>ίσκος</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:19, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππίσκος Medium diacritics: ἱππίσκος Low diacritics: ιππίσκος Capitals: ΙΠΠΙΣΚΟΣ
Transliteration A: hippískos Transliteration B: hippiskos Transliteration C: ippiskos Beta Code: i(ppi/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ἵππος, name of a play by Alexis, Ath.3.120b. 2 small statue of a horse, Michel832.41 (Samos, iv B.C.). II an ornament for the head (cf. ἱππεύς v), Cratin.Jun.5, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, dim. zu ἵππος, Titel einer Komödie des Alexis, Ath. III, 120 b; auch ein Frauenschmuck, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἵππος, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἀλέξιδος. ΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς (πρβλ. ἱππεὺς V), Κρατῖνος ὁ νεώτερος ἐν «Ὀμφάλῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱππίσκος· ἐπίθεμα κεφαλῆς. ἢ γυναικεῖον κόσμιον».

Greek Monolingual

ἱππίσκος ὁ (Α)
(υποκορ. του ίππος)
1. μικρό άγαλμα ίππου
2. στολίδι του κεφαλιού
3. ως κύριο όν. Ἱππίσκος
τίτλος κωμωδίας του Αλέξιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μην-ίσκος, πυργ-ίσκος)].